Η ανία περιγράφεται είτε ως μια δυσάρεστη, μεταβατική θυμική κατάσταση είτε ως εμπειρία κατά την οποία το άτομο νιώθει μια έντονη έλλειψη ενδιαφέροντος και δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί σε κάποια δραστηριότητα (Fisher, 1993). Είτε δευτερογενές συναίσθημα είτε διάθεση, η ανία περιλαμβάνει προβλήματα συγκέντρωσης ως προς τη δυσκολία κάποιου να φέρει σε πέρας μια δραστηριότητα, τον εξαναγκασμό του να επιδοθεί σε μια ανεπιθύμητη δραστηριότητα ή απλώς την αδυναμία του να συνεχίσει να επιδίδεται σε κάποια δραστηριότητα χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος.
Η προδιάθεση για ανία συσχετίζεται με έλλειψη προσοχής (Fisher, 1993), με συμπτώματα κατάθλιψης, καθώς και με μια ευρεία κλίμακα πιθανών ψυχολογικών, βιοσωματικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών προβλημάτων (Carriere, Sheyne & Smilek, 2008).
Σε πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγαν οι Goetz και συνεργάτες (2014) προσδιόρισαν πέντε είδη ανίας: α) την ανία αδιαφορίας (indifferent boredom), β) την ανία βαθμονόμησης (calibrating boredom), γ) την ανία εξερεύνησης (searching boredom), δ) την αντιδραστική ανία (reactant boredom) και ε) την ανία απάθειας (apathetic boredom).
Ωστόσο, η ανία δεν αποτελεί «προνόμιο» αποκλειστικά των ενηλίκων. Και τα παιδιά νιώθουν ανία, βιώνουν αυτό το αρνητικό συναίσθημα, διακατέχονται από αυτή την αρνητική διάθεση.
Στο σχολείο, ένας μαθητής που βαριέται είναι συνήθως ένας μαθητής χωρίς κίνητρο. Το υπερβολικά προβλέψιμο στη μαθησιακή διαδικασία, όπως επίσης και η γνώση που εύκολα προσλαμβάνεται, αλλά κι αυτή που δύσκολα αφομοιώνεται, όλα αυτά είναι πιθανό να προκαλέσουν στα παιδιά ανία. Και στα παιδιά -όπως και στους ενήλικες- η ανία παρουσιάζει υψηλή θετική συσχέτιση με προβλήματα προσοχής και συγκέντρωσης (Damrad-Frye, & Laird, 1989).
Η ανία είναι νόσος της εποχής μας. Χαρακτηρίζει τον σύγχρονο υπερδραστήριο άνθρωπο, τον συχνά κορεσμένο από την υπέρμετρη έκθεσή του σε μια πληθώρα ποικιλόμορφων περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Οι γονείς συχνά αναφέρουν ότι τα παιδιά τους παραπονιούνται ότι βαριούνται. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι τα παιδιά τους φαίνεται να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο τους «εντός των τειχών» του σπιτιού τους, με αποτέλεσμα να περιφέρονται μέσα σε αυτό και τελικά να απευθύνονται στον γονιό, ζητώντας βοήθεια: «Βαριέμαι.Τι να κάνω;». Και τότε οι γονείς, αναλαμβάνοντας την επίλυση του προβλήματος του παιδιού τους πασχίζουν να μηχανευτούν τρόπους αντιμετώπισης της πλήξης του, θεωρώντας ότι αυτό οφείλει να κάνει κάθε καλός γονιός. Βέβαια, υπάρχουν φορές που το άγχος της ευθύνης που τους μεταθέτουν τα παιδιά μετατρέπεται σε σαφή εκνευρισμό που οδηγεί σε αποπομπή του παιδιού: «Δεν ξέρω. Κάνε κάτι. Τόσα πράγματα έχεις στο δωμάτιό σου.». Είτε, γνωρίζοντας ο γονιός τη σίγουρη «λύση», λέει στο παιδί: «Γιατί δε βλέπεις λίγη τηλεόραση;» ή «Πάρε το τάμπλετ να παίξεις».
Με τον τρόπο αυτό το παιδί, που είναι πολύ πιθανό να πλήττει λόγω της υπερέκθεσής του στην οθόνη, κατευθύνεται από τον ίδιο τον γονιό σε αυτή. Για την αποφυγή του φαύλου κύκλου χρειάζεται επίγνωση του όποιου «προβλήματος» και επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων. Το παιδί που τροφοδοτείται με καταιγισμό εξωτερικών εικόνων δυσκολεύεται να δημιουργήσει εσωτερικές εικόνες απαραίτητες για την υγιή ψυχική συγκρότησή του, να καλλιεργήσει τη φαντασία και τη δημιουργική του σκέψη.
Η ίδια η ανία που τα παιδιά εκφράζουν συνήθως δε συνιστά «πρόβλημα», προοιωνίζεται το πρόβλημα. Δεν είναι συνήθως σύμπτωμα κατάθλιψης, αλλά ανησυχεί, φοβίζει. Μπορεί να εξελιχθεί σε μια «τοξική ανία» που υποδηλώνει την έλλειψη νοήματος για τα πράγματα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα παιδιά εκφράζουν την απόγνωσή τους, την απελπισία τους, ζητούν από μας τους μεγάλους ένα στίγμα προσανατολισμού για να πορευτούν στην πνιγηρή πραγματικότητα που τους έχουν προσφέρει. Η ανία είναι μια κατάσταση που οι άνθρωποι βιώνουν όταν νιώθουν κάτι. Ποιο συναίσθημα μπορεί να νιώθουν; Λύπη; Φόβο; Θυμό; Όλα αυτά μαζί; Τα συναισθήματα συνήθως είναι καλά κρυμμένα και χρειάζεται προσπάθεια να τα ανασύρουμε στην επιφάνεια και να αποκτήσουμε επίγνωση γι’ αυτά (Στάινερ, 2006, ό. α. Παππά, 2008). Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε την ανία ως μια κατάσταση που αποτελεί ένα φυσικό και αναγκαίο κομμάτι της ανάπτυξης ενός παιδιού ως προς την αυτοσυνειδησία και την αυτεπίγνωση. Ρόλος των ενηλίκων είναι να το αποδεχτούν αυτό και να βοηθήσουν τα παιδιά να την αποδεχτούν κι αυτά με τη σειρά τους. Έτσι θα τα βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουν ότι η ανία είναι μία κατάσταση που τα βοηθά να ανασυνταχθούν και να αναδιοργανωθούν, γι’ αυτό είναι σημαντικό να τη βιώσουν κι όχι να την εξαφανίσουν, να την «ξορκίσουν» σαν κάτι το δυσλειτουργικό και το νοσηρό.
Όταν ένα παιδί λέει «βαριέμαι!», συχνά αντανακλά μια κατάσταση της αυτοεικόνας του και όχι τα πραγματικά αίτια. Το παιδί δε θεωρεί τον εαυτό του ικανό να εφεύρει ενδιαφέρουσες ιδέες. Είναι σημαντικό για ένα παιδί να συνειδητοποιήσει ότι η ανία είναι μία κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοέκφραση και τη δημιουργία, στην επινοητικότητα και την εφευρετικότητα. Συνεπώς, όταν ένα παιδί λέει «βαριέμαι!», είναι σημαντικό οι γονείς καταρχήν να το ακούσουν και ακολούθως να επικοινωνήσουν μαζί του. Ένας γονιός θα μπορούσε να πει σε ένα παιδί που λέει ότι βαριέται:
- «Μπορείς, αν θέλεις, να κάνεις μία λίστα με τα πράγματα που μπορείς να κάνεις όταν βαριέσαι, έτσι ώστε κάθε φορά που βαριέσαι, να έχεις έτοιμες ιδέες. Αν θέλεις, μπορούμε να το κάνουμε μαζί».
- «Δεν πειράζει, κάθισε και σκέψου για λίγη ώρα. Είμαι σίγουρος-η ότι θα βρεις κάτι που θέλεις να κάνεις».
- «Δεν πειράζει που βαριέσαι. Μερικές φορές από τη βαρεμάρα προκύπτουν ωραίες ιδέες. Σκέψου για λίγη ώρα και μετά μπορούμε να συζητήσουμε τις ιδέες που θα προκύψουν».
- «Μπορείς να σκεφτείς κάτι να κάνεις ή θα σου δώσω κάτι να κάνεις. Τι από τα δύο προτιμάς;»
- «Μπορείς να καθίσεις στον καναπέ και να μείνεις εκεί βαριεστημένος-η. Απλώς κάθισε εκεί. Όταν βαρεθείς να βαριέσαι, μπορείς να σηκωθείς».
Επιλέγοντας κάποιον από τους παραπάνω τρόπους αντίδρασης, τα παιδιά θα έχουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να σκεφτούν και τον χρόνο να αυτενεργήσουν, ερχόμενα σε επαφή με τις πραγματικές τους ανάγκες, τον εσώτερο εαυτό τους, τις δικές τους, μοναδικές εσωτερικές εικόνες (Παππά, 2008, 2013).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Carriere, J. S. A., Cheyne, J. A. & Smilek, D. (2008). Everyday Attention Lapses and Memory Failures: The Affective Consequences of Mindlessness. Consciousness and Cognition, 17(3), 835-847.
Damrad-Frye, R & Laird J. D. (1989). The experience of boredom: the role of the self-perception of attention. Journal of Personality and Social Psychology, 57 (2), 315-20.
Fisher, C. D. (1993). Boredom at work: A neglected concept. Human Relations, 46(3), 395-417.
Goetz, T., Frenzel, A. C., Hall, N. C., Nett, U. E., Pekrun, R. & Lipnevich, A. A. (2014). Types of boredom: An experience sampling approach. Motivation and Emotion, 38(3), 401-419.
Παππά, Β. (2008). Γονείς, Παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης.
Παππά, Β. (2013). Η Λογική των Συναισθημάτων. Συναισθηματική Ανάπτυξη και Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Στάινερ, Κ. (2006). Συναισθηματική Νοημοσύνη με Καρδιά (Μτφρ.: Β. Παππά). Αθήνα: Καστανιώτης.