Τα συναισθήματα κατηγοριοποιούνται σε πρωτογενή (primary), βασικά (basic), ή θεμελιώδη (fundamental) και σε δευτερογενή (secondary). Πρωτογενή συναισθήματα θεωρούνται συνήθως η χαρά, η έκπληξη, ο φόβος, ο θυμός, η λύπη και η αηδία / αποστροφή (Ekman & Friesen, 1975). O Ekman υποστήριξε αρχικά την ύπαρξη των παραπάνω έξι βασικών / πρωτογενών συναισθημάτων, ενώ αργότερα (Ekman & Friesen , 1986) πρόσθεσε σε αυτά και την περιφρόνηση. Πρωτογενή ονομάζονται τα συναισθήματα που είναι εγγενή, καθολικά και οικουμενικά, καθώς και εκείνα που είναι εύκολα αναγνωρίσιμα από τις εκφράσεις του προσώπου. Από την άλλη, δευτερογενή χαρακτηρίζονται τα συναισθήματα που προκύπτουν από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων πρωτογενών. Για παράδειγμα, η ζήλια αποτελείται συνήθως από θυμό + φόβο ή από θυμό + φόβο + λύπη (Στάινερ, 2006. Παππά, 2013). Τα δευτερογενή συναισθήματα είναι πολυάριθμα. Ο Goleman (1997) υποθέτει ότι ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Επίσης, υπάρχουν πολλοί ερευνητές που ερίζουν σχετικά με το αν η απόγνωση, το ενδιαφέρον, η ενοχή, η ντροπή, η αγάπη και η ενόχληση αποτελούν πρωτογενή ή δευτερογενή συναισθήματα (Lehalle & Mellier, 2009).
Τα πραγματικά συναισθήματα εμφανίζονται μόνο μετά από το διαχωρισμό του «εαυτού» από τον περίγυρο, δηλαδή με την εμφάνιση της επίγνωσης του εαυτού, ή της στοιχειώδους αυτοσυναίσθησης. Οι αντιδράσεις των νεογέννητων μπορεί να αποτελούν τα πρότυπα των μετέπειτα πραγματικών συναισθημάτων, ωστόσο οι ίδιες δε θεωρούνται συναισθήματα. Τα περισσότερα πρωτογενή συναισθήματα είναι διακριτά και εύκολα αναγνωρίσιμα ως τους εννέα μήνες.
Κατά τη νηπιακή ηλικία, και συγκεκριμένα κατά το δεύτερο μισό του δεύτερου έτους, εμφανίζονται τα «συναισθήματα αυτοσυνειδησίας» (self-conscious emotions), μια ειδική κατηγορία των δευτερογενών συναισθημάτων: Η ντροπή, η περηφάνια, η ενοχή, η ζήλια και η αμηχανία (Lewis, 2008). Από τους 18 ως τους 24 μήνες, τα παιδιά αναπτύσσουν μια πιο επεξεργασμένη αίσθηση του εαυτού, που χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση του εαυτού (self-recognition). Αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι αποτελούν αυθύπαρκτες οντότητες, αρχίζουν επίσης να αντιλαμβάνονται τα όρια, τους κανόνες και τους στόχους που οι γονείς τους, οι «σημαντικοί άλλοι» και γενικά οι ενήλικες θέτουν γι’ αυτά. Η ενοχή, η αμηχανία και η περηφάνια, εμφανίζονται συνήθως πιο αργά, κατά το 3ο έτος, οπότε τα παιδιά είναι σε θέση να προβαίνουν σε αυτό-αξιολόγηση, γι’ αυτό και τα συναισθήματα αυτά ονομάζονται «αξιολογητικά συναισθήματα αυτοσυνειδησίας».
Για να μελετήσει την ανάπτυξη των συναισθημάτων αυτοσυνειδησίας, ο Lewis (2008, ό. α. Παππά, 2013) τοποθέτησε βρέφη μπροστά από ένα καθρέφτη στη μύτη των οποίων οι γονείς είχαν βάλει λίγο κοκκινάδι. Τα αποτελέσματα της μελέτης του υποδεικνύουν ότι τα βρέφη ηλικίας κάτω των 18 μηνών είναι απίθανο να επιδεικνύουν συναισθήματα ντροπής και αμηχανίας όταν αντικρίζουν τη κόκκινη μύτη τους στον καθρέφτη, ενώ τα νήπια ηλικίας 18 ως 24 μηνών εκδηλώνουν ντροπή. Η επαρκέστερη γνωστική ανάπτυξη των νηπίων οδηγεί σε σαφή αναγνώριση του εαυτού, καθιστά δυνατή μια πιο επεξεργασμένη κατανόησή του και επιφέρει νέα επίπεδα συναισθηματικής ανάπτυξης.
Τα συναισθήματα αυτοσυνειδησίας διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση και τη ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών. Συντελούν στην ενδυνάμωση των κοινωνικών συμπεριφορών και τη διόρθωση των κοινωνικών λαθών. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα παιδιά να έχουν αναπτυχθεί γνωστικά για να είναι σε θέση να προβαίνουν σε κάποιου είδους αυτό-αξιολόγηση. Η ελλιπής εκδήλωση έστω και ενός συναισθήματος αυτοσυνειδησίας συσχετίζεται με κάποια ανεπιθύμητη συμπεριφορά.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας συνήθως είναι σε θέση να κατονομάσουν πέντε βασικά/πρωτογενή συναισθήματα: τη χαρά, τη λύπη, το θυμό, το φόβο και την έκπληξη, πιο νωρίς απ’ ό, τι τη ντροπή, την περιφρόνηση, την αγάπη, την ευγνωμοσύνη, την περηφάνια, ή τη ζήλια και επίσης, είναι σε θέση να μιλήσουν για τις αιτίες πρόκλησης αυτών των συναισθημάτων (Widen & Russell, 2008).
Ο ρόλος των γονιών στην ανάπτυξη των συναισθημάτων αυτοσυνειδησίας των παιδιών είναι καταλυτικός, καθώς αυτοί είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για την αναγνώριση και την κατανόησή τους, αλλά και για την παροχή βοήθειας στο παιδί να τα διαχειριστεί αποτελεσματικά. Οι γονείς-συναισθηματικοί μέντορες βοηθούν τα παιδιά να αναγνωρίσουν αυτά τα συναισθήματα, να τα διαφοροποιήσουν από άλλα συναισθήματα, να τα λεκτικοποιήσουν, να τα κατανοήσουν και τέλος, να τα διαχειριστούν με τρόπο που να προάγει τη συναισθηματική τους ανάπτυξη και την κοινωνική τους συμπεριφορά. Τέλος, οι γονείς αυτοί αποτελούν και οι ίδιοι θετικό συναισθηματικό πρότυπο για τα παιδιά τους (Παππά, 2013, 2016).
Συμπερασματικά, τα συναισθήματα αυτοσυνειδησίας:
- Εμφανίζονται αργότερα από τα βασικά/πρωτογενή συναισθήματα.
- Είναι πολύπλοκα και δευτερογενή.
- Διευκολύνουν την επίτευξη πολύπλοκων κοινωνικών στόχων.
- Δε διακρίνονται από καθολικά αναγνωρισμένες εκφράσεις του προσώπου.
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Ekman, P., & Friesen, W. V. (1975). Unmasking the Face. London: Prentice-Hall.
Ekman, P., & Friesen, W. V. (1986). A new pan-cultural facial expression of emotion. Motivation and Emotion, 10(2), 159-168.
Goleman, D. (1997). Η Συναισθηματική Νοημοσύνη. Γιατί το EQ είναι πιο σημαντικό από το IQ; (Μεταφρ.: Α. Παπασταύρου, Επιμ.: Ι.
Νέστορος & Χ. Ξενάκη), Γ΄ έκδοση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Lehalle, H., & Mellier, D. (2010). Ψυχολογία της Ανάπτυξης (Επιμ.: Λ. Α. Μπεζέ). Αθήνα: Πεδίο.
Lewis, M. (2008). Self-Conscious Emotions. Embarrassment, Pride, Shame, and Guilt. In M. Lewis & J.M. Haviland-Jones (Eds).
Handbook of Emotions, 3rd Edition (pp. 742-756). New York: Guilford Press.
Παππά, Β. (2013). Η Λογική των Συναισθημάτων. Συναισθηματική Ανάπτυξη και Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2016). Γονείς σε Κρίση. Η Διαχείριση της Απώλειας και της Αλλαγής. Αθήνα: Οκτώ (υπό έκδοση).
Στάινερ, Κ. (2006). Συναισθηματική Νοημοσύνη με Καρδιά (Μετάφρ.: Β. Παππά). Αθήνα: Καστανιώτης.
Widen, S. C. & Russell, J. A. (2008). Young Children’s Understanding of Others’ Emotions, In: M. Lewis & J.M.
Haviland-Jones (Eds). Handbook of Emotions, 3rd edition (pp. 348-363). New York: Guilford Press.
Βασιλική Παππά, MSC, PhD,
Συμβουλευτική Ψυχολόγος.