Σχέση μητέρας-κόρης.

Αδιαμφισβήτητα θα ορίζαμε τη σχέση μητέρας-κόρης ως μία ιδιαίτερα ισχυρή σχέση, η πιο ισχυρή σχέση γυναίκας με γυναίκα. Ισχυρότατη, τόσο ως προς τη σημασία, όσο και ως προς την ένταση. Η μητέρα – πέραν όλων των άλλων σημαντικών και για το αγόρι και για το κορίτσι – αποτελεί το πρώτο πρότυπο κοινωνικοποίησης του κοριτσιού όσον αφορά στο φύλο του.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική άποψη και όσον αφορά στα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του κοριτσιού, μετά από την οιδιποδειακή φάση, όπου το κορίτσι «προσκολλάται» ιδιαίτερα στον πατέρα, καταλήγει να ταυτιστεί με το γονέα του ίδιου φύλου, δηλαδή τη μητέρα. Ταύτιση είναι η διαδικασία κατά την οποία το παιδί επιδιώκει να μοιάσει στο γονέα του ίδιου φύλου, υιοθετώντας τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις του. Η διαδικασία της ταύτισης διαδραματίζεται κατά την προσχολική περίοδο με χρονικό σημείο αιχμής τα πέντε χρόνια του παιδιού. Συνεπώς, το κορίτσι σε αυτή την ηλικία έχει διαμορφώσει κάποια ταυτότητα του φύλου του, σαφώς και βάσει κοινωνικών προσδοκιών και στερεοτύπων, που το παιδί ενσωματώνει μέσα από τις αλληλεπιδράσεις του με τους άλλους, με συνομηλίκους, αλλά και μέσα από τα ερεθίσματα που προσλαμβάνει από τα ΜΜΕ σχετικά με τα στερεότυπα που αφορούν στο ρόλο του φύλου. Μετά τη φάση της ταύτισης, ακολουθεί η φάση της ατομοποίησης, της διαφοροποίησης του κοριτσιού, κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Αυτή είναι η πιο δύσκολη φάση, με πολλά σκαμπανεβάσματα, πολλή αμφιθυμία και πολλές συγκρούσεις, οι οποίες άλλες φορές επιλύονται και άλλοτε οξύνονται και βαθαίνουν. Τέλος, περνάμε στη φάση της ενηλικίωσης του κοριτσιού, οπότε και επέρχεται η «συμφιλίωση» με τη μητέρα και η σύνθεση των αντιθέσεων μέσα από μια πιο ισότιμη σχέση.

Η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι στις οικογένειες όπου υπάρχουν και θηλυκά και αρσενικά παιδιά, η μητέρα έχει μεγαλύτερη “αδυναμία” στο γιο και ο πατέρας στην κόρη, έχει τις ρίζες της στη φάση του οιδιπόδειου όπου το παιδί «προσκολλάται» όπως είπαμε στο γονέα του αντίθετου φύλου, μια «προσκόλληση» που συχνά διαιωνίζεται και ευοδώνεται από τον ίδιο το γονέα, λόγω δικών του ελλειμμάτων προσωπικών, συναισθηματικών, συζυγικών. Για να το πούμε απλά, όταν αυτό συμβαίνει, σηματοδοτεί ελλείμματα προσωπικά αλλά και σε επίπεδο σχέσεων μέσα στην οικογένεια και κυρίως μεταξύ των συζύγων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί έρχεται να καλύψει συζυγικά κενά και – δυστυχώς – να αναπληρώσει το ρόλο τού ή τής συζύγου. Πρόκειται για μία δυσλειτουργική τριγωνοποίηση που φυσικά δεν ευνοεί ούτε τους γονείς, ούτε το παιδί και που δυστυχώς απαντάται συχνά στην ελληνική οικογένεια.

Η σχέση μητέρας-κόρης εξελίσσεται σε μία σχέση ανταγωνιστική, εφόσον οι προσδοκίες της μητέρας από την κόρη είναι πολύ περισσότερες. Η μητέρα μεγαλώνει ξανά μέσα από την κόρη της και διαμορφώνει ένα σχέδιο ζωής γι’ αυτήν που συνήθως περιλαμβάνει δικούς της ανεκπλήρωτους στόχους, αποφυγή δικών της λαθών και λανθασμένων επιλογών και αξίες, πεποιθήσεις και αντιλήψεις που συνάδουν με τις δικές της. Η αποδοχή εκ μέρους της μητέρας προς το γιο είναι πιο εύκολη υπόθεση. Ο ίδιος γονιός, η ίδια μητέρα, μπορεί να είναι πιο ανταποδοτική και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του γιου της – και ιδιαίτερα του έφηβου γιου της – ενώ από την άλλη να είναι πολύ περισσότερο απαιτητική και να ασκεί πολύ μεγαλύτερο έλεγχο στην κόρη της και τις επιλογές της από την εξωτερική της εμφάνιση, ως τις επαγγελματικές της επιλογές και τα κριτήρια επιλογής του συντρόφου της. Αυτό συμβαίνει διότι η μητέρα δεν έχει καταφέρει να διαφοροποιηθεί από την κόρη της, αλλά την αντιμετωπίζει ως προέκταση του εαυτού της. Δυσκολεύεται ιδιαίτερα να τη θεωρήσει ξεχωριστή ατομικότητα και προσωπικότητα και να σεβαστεί τις επιλογές της.

Τα κορίτσια, ιδίως σε μικρή ηλικία, έχουν την τάση να εξιδανικεύουν τις μητέρες τους, να τις θεωρούν παντοδύναμες, ακόμη και να τις μιμούνται. Αυτό συμβαίνει διότι το κορίτσι έχει ανάγκη να ταυτιστεί με το γονέα του ίδιου φύλου, τη μητέρα, για να αποκτήσει την ταυτότητα του φύλου του. Είναι σημαντικό για τον ψυχισμό, για την υγιή ψυχική συγκρότηση του κοριτσιού να εξιδανικεύσει τη μητέρα του. Η μητέρα είναι παντογνώστρια και παντοδύναμη και ό, τι λέει και υποστηρίζει είναι αδιαπραγμάτευτο. Αυτό, φυσικά, αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει, εφόσον το παιδί κοινωνικοποιείται ευρύτερα και έρχεται σε επαφή με παιδαγωγούς, δασκάλους, συνομηλίκους και άλλα ερεθίσματα του ευρύτερου κοινωνικού του περιβάλλοντος. Και ενώ βλέπουμε την τάση αυτή να διαρκεί στα προσχολικά χρόνια και σε γενικές γραμμές και στα χρόνια του δημοτικού, προς το τέλος του δημοτικού και με την είσοδο στην εφηβεία, το «υπάκουο» και «πειθαρχημένο» παιδί γίνεται ένα «ανυπάκουο» και «απείθαρχο» αγνώριστο παιδί.

Στην εφηβεία, η σχέση μητέρας – κόρης περνάει από πολλές τριβές και συγκρούσεις. Η εφηβεία είναι – μεταξύ άλλων – και η περίοδος θυμικής αναστάτωσης, η περίοδος της «θύελλας και της ορμής». Ο έφηβος θέλει να γίνει κάτι διαφορετικό από το γονιό, από το πρότυπο αξιών, αρχών, αντιλήψεων, επιλογών και συμπεριφοράς που του έχει μεταδώσει ο γονιός. Έχει ανάγκη να νιώθει ότι η ταυτότητα του εγώ του, η προσωπικότητά του, είναι δική του, δεν είναι κακέκτυπο της προσωπικότητας των γονιών του. Όσο λιγότερο διατεθειμένος είναι ο γονιός να το αποδεχθεί και να το σεβαστεί αυτό, τόσο πιο πολλή θα είναι η αντιδραστικότητα και η επαναστατική διάθεση από την πλευρά του εφήβου. Ο γονιός που δίνει χώρο στον έφηβο, που είναι ανταποδοτικός και στοργικός, αλλά παράλληλα θέτει και όρια και έχει απαιτήσεις από αυτόν, ο γονιός που θα μπορέσει να ισορροπήσει με επιτυχία ανάμεσα σε αυτές τι δυο διαστάσεις, θα καταφέρει να κερδίσει τη σχέση με το παιδί του. Για μια μητέρα, είναι σαφώς πιο δύσκολο να κρατήσει τις απαραίτητες αποστάσεις από την κόρη της, να είναι διακριτική και να επιδείξει την απαιτούμενη αυτοσυγκράτηση όταν πρέπει. Η μητέρα θέλει η κόρη της να τη «δικαιώσει», ενώ η κόρη θέλει να αποδείξει ότι αυτό που καταφέρνει είναι δική της κατάκτηση, ότι τα επιτεύγματά της είναι δικά της επιτεύγματα και όχι της μητέρας της.

Πολλές φορές πιστεύουμε ότι η αγάπη αρκεί. Παραγνωρίζουμε όμως συχνά το ότι αγάπη χωρίς αποδοχή είναι μία κενή νοήματος αγάπη. «Αγαπώ» σημαίνει αφήνω τον άλλο ν’ αναπτυχθεί, να βρει το δικό του ξεχωριστό δρόμο. Η αποδοχή είναι η πρώτη ανάγκη των παιδιών που χρειάζεται να ικανοποιείται από τους γονείς. Η δεύτερη ανάγκη είναι η προσοχή. Κάθε παιδί χρειάζεται προσοχή και επίδειξη ειλικρινούς ενδιαφέροντος από την πλευρά των γονιών, ώστε να μάθει τα θέλω του, τις δικές του ξεχωριστές ανάγκες, να γνωρίσει τις ικανότητες και να αναπτύξει τις δεξιότητές του. Η τρίτη σημαντική ανάγκη είναι η εκτίμηση. Κάθε παιδί έχει ανάγκη να νιώθει ότι εκτιμάται τόσο το ίδιο, ως προσωπικότητα, όσο και η οποιαδήποτε προσφορά του. Ένα απλό «ευχαριστώ» από την πλευρά των γονιών είναι η πιο ουσιαστική έμπρακτη εκδήλωση εκτίμησης από την πλευρά τους. Τέλος, τέταρτη ζωτική ανάγκη όλων των παιδιών είναι η ανάγκη τους για αυτονομία. Ανάλογα με την ηλικία και το εξελικτικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται, κάθε παιδί έχει ανάγκη να νιώθει ότι κάνει πράγματα μόνο του για τον εαυτό του. Επιπλέον, όσον αφορά στις μητέρες, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν ότι οι κόρες τους, ακόμη κι όταν τους μοιάζουν εξωτερικά, είναι διαφορετικές, ξεχωριστές οντότητες κι όχι προέκτασή τους.

Συχνά μια «ανέτοιμη» να γίνει μητέρα γυναίκα θα διαμορφώσει μια πιο ανταγωνιστική σχέση με την κόρη της, από μια γυναίκα για την οποία η μητρότητα ήταν συνειδητή επιλογή. Η ετοιμότητα ή μη ετοιμότητα μιας μητέρας εξαρτάται από τους λόγους για τους οποίους γίνεται γονιός. Είναι κάτι που της «επιβλήθηκε», κάτι που έτυχε, ή κάτι που επέλεξε; Κι αν είναι κάτι που επέλεξε, γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους το επέλεξε; Το να είναι κάποιος γονιός αποτελεί το πιο σημαντικό «επάγγελμα», μα δυστυχώς το μόνο ίσως «επάγγελμα» για το οποίο δε χρειάζεται καθόλου προπαρασκευή και δεν απαιτούνται συγκεκριμένες γνώσεις. Γι’ αυτό και η συμμετοχή των γονιών στις ομάδες των Σχολών Γονέων είναι πάρα πολύ σημαντική, το πιο σημαντικό πράγμα για τη διαμόρφωση ουσιαστικής σχέσης με το παιδί τους. Σχετικά με τον ανταγωνισμό στη σχέση μητέρας-κόρης, ο οποίος βεβαίως υφίσταται με διάφορες μορφές, μπορούμε να πούμε το εξής: κάθε μητέρα παραπαίει θα λέγαμε ανάμεσα σε δύο άκρα. Από τη μια είναι σαν να λέει στην κόρη της: «Θέλω να γίνεις καλύτερη από εμένα, να καταφέρεις περισσότερα πράγματα στη ζωή σου, να μην επαναλάβεις τα ίδια λάθη κτλ…» και : «Δεν σου επιτρέπω να κάνεις κάτι διαφορετικό απ’ ό, τι θέλω εγώ, γιατί μόνο εγώ ξέρω το καλό σου καλύτερα από τον καθένα». Από την άλλη, όταν η κόρη τολμά να διαφοροποιηθεί σε κάποια σημεία, της τονίζει πόσο «αχάριστη» είναι που δεν έχει αναγνωρίσει καμία από τις θυσίες της, αλλά κι όταν ακόμη η κόρη ακολουθεί πιστά το σχέδιο ζωής που της έχει χαράξει η μητέρα της, η μητέρα μπορεί να εκδηλώνει και κάποια μορφή ζήλιας γι’ αυτό που η κόρη έχει καταφέρει. Συχνά οι μητέρες βιώνουν μια αμφιθυμία ως προς τις κόρες τους και ως προς αυτό που αυτές στοχεύουν και επιτυγχάνουν. Σαν να θέλουν αλλά και να μη θέλουν να τα καταφέρουν.

Μια γυναίκα, όταν γίνεται μητέρα, συνήθως ξαναζεί την παιδική της ηλικία μέσα από την κόρη της. Όταν δεν το έχει συνειδητοποιήσει αυτό, επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη που έκαναν οι δικοί της γονείς. Όταν το έχει συνειδητοποιήσει, συνήθως αποφεύγει να επαναλάβει τα ίδια λάθη. Ωστόσο, έτσι μπορεί να φτάσει στο άλλο άκρο: να γίνει υπερβολικά επιτρεπτική, ανεκτική και επιεικής, μη μπορώντας να θέτει όρια στη συμπεριφορά του παιδιού της.

Ο ανταγωνισμός μητέρας-κόρης εντείνεται κατά την περίοδο της εφηβείας. Η έφηβη κόρη θέλει να κάνει διαφορετικά πράγματα από τη μητέρα. Η παντοδύναμη μητέρα «αποκαθηλώνεται» και «αποϊδανικοποιείται». Στην εφηβεία, το σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι συνομήλικοι, οι οποίοι έχουν τη δική τους ξεχωριστή κουλτούρα και τη δική τους διάλεκτο, θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες και διαμορφώνουν τα δικά τους κριτήρια επιλογών. Αν η μητέρα δεν έχει φροντίσει να καλύψει τις ανάγκες της κόρης της προγενέστερα (αποδοχή, προσοχή, εκτίμηση, αυτονομία), είναι πιθανόν η κόρη να αναζητήσει και να βρεί την κάλυψη αυτών των αναγκών στον κύκλο των συνομηλίκων, απορρίπτοντας τη μητέρα. Αν η μητέρα δεν μπορέσει να «αντέξει» αυτή την απόρριψη, θα αντιδράσει έντονα, με πολύ θυμό, ο οποίος μπορεί να σημάνει έως και τη ρήξη στη σχέση.

Η ύπαρξη της κόρης φυσικά δεν αποτελεί κίνδυνο για τη μάνα, εκτός αν η μάνα την αντιμετωπίζει ως «επικίνδυνη», όταν έχει διαμορφωθεί ένας ιδιαίτερος δεσμός ανάμεσα στην κόρη και τον πατέρα. Στη σχέση μητέρας-κόρης μέγιστης σημασίας είναι ο ρόλος του πατέρα. Ο πατέρας μπορεί να είναι ουσιαστικός καταλύτης στη μεταξύ τους σχέση και να έχει μία καθόλα δημιουργική συνεισφορά στην επικοινωνία μητέρας-κόρης. Ο πατέρας χρειάζεται να διεκδικεί το ρόλο του και να δηλώνει δυναμικά και ουσιαστικά τη συναισθηματική τους παρουσία. Δυστυχώς, συχνά η δυναμική μιας οικογένειας με πατέρα και σύζυγο συναισθηματικά απόντα μοιάζει πάρα πολύ με εκείνη με πατέρα φυσικά απόντα.

Πολλές φορές, επίσης, από την παιδική κιόλας ηλικία, οι μητέρες έχουν την τάση να συγκρίνουν τις κόρες τους με τις φίλες τους ή με άλλα συνομήλικα άτομα του ευρύτερου κοινωνικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος. Η σύγκριση, όποτε και με όποιον τρόπο κι αν γίνεται, είναι ολέθρια. Από τη στιγμή που ένας γονιός συγκρίνει το παιδί του με άλλα παιδιά, η αποδοχή πηγαίνει περίπατο. Η σύγκριση είναι ιδιαιτέρως «τοξικός» παράγοντας όσον αφορά στην ανάπτυξη των παιδιών. Οι γονείς θεωρούν ότι συγκρίνοντας το παιδί τους με άλλα παιδιά και τα επιτεύγματά του με τα επιτεύγματα άλλων παιδιών θα τα κάνουν να θελήσουν να προσπαθήσουν περισσότερο. Η σύγκριση όμως δε δημιουργεί κίνητρα στα παιδιά και τους εφήβους, δεν τα ενθαρρύνει, αντιθέτως τα αποθαρρύνει. Ο γονιός γίνεται κριτής, τιμητής και αξιολογητής των επιτευγμάτων και της συμπεριφοράς του παιδιού του. Το ζητούμενο δεν είναι όμως το παιδί να αξιολογεί και να κρίνει από μόνο του τα επιτεύγματα και τη συμπεριφορά του;

Η θετική αυτοεικόνα της μητέρας, η υψηλή της αυτοαντίληψη, όσον αφορά στο σωματικό της εαυτό, με δυο λόγια η υψηλή της αυτοεκτίμηση γενικότερα, αλλά και ειδικότερα ως προς το σώμα και την εξωτερική της εμφάνιση, αποτελούν αναμφισβήτητα απαραίτητες προϋποθέσεις για το χτίσιμο μιας αντίστοιχα θετικής αυτοαντίληψης της κόρης και ιδιαίτερα της έφηβης κόρης. Το να είναι ευχαριστημένη μια μητέρα με την εξωτερική της εμφάνιση δε σημαίνει βέβαια ότι υπερτονίζει τη θηλυκότητά της και ότι προβάλλει ιδιαίτερα τη σεξουαλικότητά της, επιδεικνύοντας ναρκισσιστικά στοιχεία που μπορεί να αναστείλουν και ακόμα και να υποσκάψουν τη σεξουαλική ταυτότητα της κόρης της. Και σε αυτό τον τομέα χρειάζεται η αναζήτηση στοιχείων και η προώθηση συμπεριφορών που θα εξασφαλίσουν την ισορροπία τόσο στην ίδια τη μητέρα, η οποία θα πρέπει να μπορεί να συνδυάζει αρμονικά το ρόλο της μητέρας, της συζύγου, της επαγγελματία, της γυναίκας, όσο και στη σχέση μητέρας-κόρης, έτσι ώστε η κόρη να μη νιώθει σε καμία περίπτωση ότι «απειλείται» από τη μητέρα.

Πολλές φορές οι μητέρες τείνουν να γίνονται σκληρές απέναντι στις κόρες τους: υπερβολικές απαιτήσεις, ειρωνεία, λόγια που πονάνε. Οι συμπεριφορές αυτές μητέρων συχνά συσχετίζονται με μη ρεαλιστικές προσδοκίες που οι μητέρες μπορεί να έχουν από τις κόρες τους, για παράδειγμα:

  • Θα αρέσω στην κόρη μου και αυτή θα είναι σαν εμένα / θα μου μοιάζει.
  • Η κόρη μου θα με αγαπά περισσότερο απ’ όλους.
  • Μπορώ να διαμορφώσω την προσωπικότητα της κόρης μου έτσι ώστε να δημιουργήσω την ιδανική γυναίκα.
  • Οι δυο μας θα μπορούμε να έχουμε τη σχέση που πάντοτε ήθελα να έχω με τη δική μου μητέρα.
    Όταν αυτές οι προσδοκίες δεν εκπληρώνονται, η μητέρα μπορεί να απελπίζεται και να θυμώνει, εκστομίζοντας «λόγια που πονάνε», ενώ η κόρη μπορεί να βιώνει απόρριψη γι’ αυτό που είναι και ότι είναι αποδεκτή μόνον όταν συμβαδίζει με το σενάριο της μητέρας της.

Μια ανταγωνιστική σχέση μητέρας-κόρης αναμφίβολα μπορεί να βελτιωθεί, να μετατραπεί σε μία σχέση ειρηνική, συνεργατική, σε μια σχέση αγάπης. Πέρα από τη συνειδητοποίηση του ρόλου της, η μητέρα, όπως και κάθε γονιός, χρειάζεται να μπορεί να ακούει. Οι δεξιότητες επικοινωνίας αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις ενός υγιούς και γόνιμου διαλόγου ανάμεσα στις δύο γενιές. Οι δεξιότητες αυτές βέβαια μαθαίνονται και εξελίσσονται, όπως ακριβώς εξελίσσεται και εμπλουτίζεται και βαθαίνει η σχέση ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη, οι οποίες μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά και συμπληρωματικά και καθόλου ανταγωνιστικά. Πρώτα οι μητέρες, ως μεγαλύτερες και σοφότερες, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν ότι δεν πρόκειται για μία εξουσιαστική σχέση, αλλά για μία ισότιμη σχέση συνεργασίας: και οι κόρες μαθαίνουν πολλά από τις μητέρες, αλλά και οι μητέρες μπορούν να μάθουν πολλά από τις κόρες τους και να αναπτυχθούν ουσιαστικά μέσα από την αλληλεπίδραση με αυτές.

Πολλές μητέρες αλλά και κόρες ισχυρίζονται ότι είναι φίλες με τις κόρες τους (και μητέρες τους αντίστοιχα). Ωστόσο, οι μητέρες δεν είναι φίλες με τις κόρες τους, κι ούτε θα πρέπει να επιδιώκουν κάτι τέτοιο. Η σχέση μητέρας-κόρης μπορεί να διακρίνεται από στοιχεία μιας φιλικής σχέσης, αλλά δεν είναι μία φιλική σχέση, πολύ δε περισσότερο δεν είναι δυνατόν μητέρα και κόρη να είναι οι καλύτερες φίλες. Η κόρη χρειάζεται να διαμορφώσει και να προστατεύσει τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα, δεν μπορεί να συγχωνευθεί με τη μητέρα της. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, στην καλύτερη περίπτωση οδηγούμαστε σε μία σχέση συναισθηματικής εξάρτησης, η οποία υποθάλπει πολλούς κινδύνους σχετικά με την μετέπειτα πορεία της ζωής της κόρης και της μεταξύ τους σχέσης.
Συνοπτικά, τα ζητούμενα στη σχέση μητέρας-κόρης, ως προς τις μητέρες, είναι τα εξής:

  • Να αποδέχονται το παιδί τους ως μοναδική οντότητα, με τη δική του ξεχωριστή αξία.
  • Να εκτιμούν τους δικούς τους στόχους στη ζωή ξέχωρα από τους στόχους των παιδιών τους.
  • Να αποφεύγουν να κατηγορούν τα παιδιά τους για τα δικά τους προβλήματα και λάθη.
  • Να μην περιμένουν τα παιδιά τους να αλλάξουν επειδή το επιθυμούν οι ίδιες.
  • Να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν.

Βασιλική Παππά, M.Sc., Ph.D.,
Συμβουλευτική ψυχολόγος
Πρόεδρος & επιστημονικά υπεύθυνη
Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων.

Αφήστε μια απάντηση