You are currently viewing Ενσυναίσθηση και συναισθηματική μόλυνση

Ενσυναίσθηση και συναισθηματική μόλυνση

Η ενσυναίσθηση (empathy) αποτελεί σημαντική παράμετρο της συναισθηματικής νοημοσύνης. Χωρίς ενσυναίσθηση δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν παραγωγικές διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες να θεωρούνται συναισθηματικά νοήμονες. Απαραίτητη προϋπόθεση της ανάπτυξης της ενσυναίσθησης είναι η ανάπτυξη της αντίληψης των συναισθημάτων και ακολούθως της κατανόησής τους (Παππά, 2013).

Το παιδί αποκτά σταδιακά μια ευαισθησία στα συναισθήματα των άλλων. Τα βρέφη συντονίζονται συχνά με τα συναισθήματα των άλλων ατόμων – για παράδειγμα, αναστατώνονται όταν ακούν κάποιον να κλαίει (Sagi & Hoffman, 1976). Ωστόσο αυτές οι πρώιμες συναισθηματικές αντιδράσεις των βρεφών συνιστούν μάλλον συναισθηματική μόλυνση (emotional contagion) και όχι ενσυναίσθηση, καθώς το βρέφος δεν έχει πραγματική αντίληψη των συνθηκών που προκαλούν τα συναισθήματα του άλλου (Παππά, 2013).

Συναισθηματική μόλυνση είναι η τάση μας να μιμούμαστε αυτομάτως και να συγχρονιζόμαστε με τις εκφράσεις του προσώπου, τις φωνοποιήσεις, τις στάσεις του σώματος και τις κινήσεις άλλων ατόμων και να συγκλίνουμε με αυτά σε συναισθηματικό επίπεδο (Hatfield, Cacioppo & Rapson, 1993). Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η συναισθηματική μόλυνση είναι ο εξής: ο εγκέφαλος αναλύει τις φωνές, τις εκφράσεις του προσώπου και άλλα μη λεκτικά μηνύματα άλλων ανθρώπων και στη συνέχεια τα μιμείται. Αυτή η μίμηση, η οποία δημιουργείται από τους καθρεπτικούς νευρώνες ανατροφοδοτεί τα συναισθηματικά κέντρα του εγκεφάλου, προκαλώντας καθρεφτισμό όχι μόνο εξωτερικά με τη φωνή, τις εκφράσεις και τις ενδείξεις, αλλά και εσωτερικά, με αυτό που κάποιος νιώθει πραγματικά.

Οι Hatfield & Rapson (2010) υποστηρίζουν ότι η συναισθηματική μόλυνση συμβαίνει με τρεις τρόπους. Αρχικά, κατά τη διάρκεια της συζήτησης οι άνθρωποι μιμούνται τους άλλους με αυτόματο και συνεχόμενο τρόπο και συντονίζουν τις εκφράσεις του προσώπου τους, τη φωνή τους, τη στάση σώματός τους, τις κινήσεις και τις συμπεριφορές με εκείνες των άλλων. Ακολούθως, επηρεάζεται η υποκειμενική συναισθηματική εμπειρία με την ανατροφοδότηση που δέχεται από μια τέτοια μίμηση, από έναν τέτοιο συντονισμό. Τέλος, οι άνθρωποι τείνουν κάθε στιγμή να «κολλούν» τα συναισθήματα των άλλων, όπως «κολλούν» μια ασθένεια.

Η συναισθηματική μόλυνση είναι ένα φαινόμενο προσδιοριζόμενο από διάφορες ψυχοφυσιολογικές, συμπεριφορικές και κοινωνικές παραμέτρους. Είναι πολλαπλώς προσδιοριζόμενη, καθώς μπορεί να προκύψει από εγγενή χαρακτηριστικά (π.χ. τις εκφράσεις στοργής μιας μητέρας και τη συμπεριφορά της προς το βρέφος), από περιβαλλοντικά ερεθίσματα ή από νοητικά ερεθίσματα. Επίσης πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο φαινόμενο, καθώς τα ερεθίσματα μπορεί να προκύψουν από ένα άτομο και να επενεργήσουν σε ένα ή σε περισσότερα άτομα, προκαλώντας αντίστοιχα ή συμπληρωματικά συναισθήματα στα άτομα αυτά.

Πρωτόγονη συναισθηματική μόλυνση (primitive emotional contagion) ονομάζουμε τη συναισθηματική μόλυνση η οποία είναι αυτόματη, όχι εσκεμμένη, ανεξέλεγκτη και όχι προσβάσιμη στην επίγνωση. Πρόκειται κι εδώ για την τάση του ατόμου να μιμείται αυτόματα και να συντονίζεται με τις εκφράσεις του προσώπου, τις φωνοποιήσεις, τις στάσεις σώματος και τις κινήσεις ενός άλλου ατόμου. Οι άνθρωποι παρατηρούν τις κινήσεις των μυών του προσώπου και τις διάφορες εκφράσεις του. Παρατηρούν επίσης τον τρόπο που οι άλλοι εκφράζονται: την ένταση της φωνής τους, τον ρυθμό, τον επιτονισμό, τις παύσεις. Παρατηρούν τον τρόπο που οι άλλοι κάθονται, τις κινήσεις του σώματός τους και τις χειρονομίες τους. Οι συναισθηματικές πληροφορίες που παίρνουν από τους άλλους δεν υφίστανται κάποια νοητική επεξεργασία, ούτε έχουν συνήθως κάποια επίγνωση γι’ αυτές. Η πρωτόγονη συναισθηματική μόλυνση είναι το θεμέλιο για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση.

Ενσυναίσθηση (empathy) είναι η συναισθηματική συμμετοχή στην κατάσταση του άλλου. Η ενσυναίσθηση αναφέρεται σε τουλάχιστον τρία χαρακτηριστικά: α) το να γνωρίζει κάποιος αυτό που νιώθει κάποιος άλλος, β) να νιώθει αυτό που νιώθει ο άλλος και γ) να ανταποκρίνεται με συμπόνια στη δύσκολη συναισθηματική κατάσταση του άλλου (Levenson & Ruef, 1992).

Η συναισθηματική μόλυνση είναι μέρος της ενσυναίσθησης. Η ενσυναίσθηση χρειάζεται τρεις βασικές δεξιότητες: α) την ικανότητα να μοιράζεται κάποιος τα συναισθήματα του άλλου ατόμου, β) τη γνωστική ικανότητα να διαισθάνεται αυτό που νιώθει το άλλο άτομο και γ) έναν κοινωνικά ευεργετικό σκοπό να ανταποκρίνεται με ενσυναίσθηση στις δυσκολίες του άλλου ατόμου (Decety & Jackson, 2004).

Κατά την παιδική ηλικία, με την ταχεία ανάπτυξη της συναισθηματικής κατανόησης, τα μικρά παιδιά ανταποκρίνονται με αυθεντική ενσυναίσθηση στο συναίσθημα του άλλου. Σε καθημερινές περιστάσεις, όπως και σε πειραματικά πλαίσια, έχει παρατηρηθεί ότι τα νήπια αντιδρούν με προσηλωμένη προσοχή στην εικόνα και τους ήχους που εκπέμπει η μητέρα τους, όταν βρίσκεται σε δυσχερή θέση (Zahn-Waxler, 2001) και οι αντιδράσεις που υποδηλώνουν ενσυναίσθηση βαθαίνουν και εμπλουτίζονται σε περιεχόμενο τα χρόνια που ακολουθούν. Η πρώιμη ενσυναισθητική ανταπόκριση μερικές φορές συνοδεύεται από πρωτοβουλίες προκοινωνικού χαρακτήρα, όπως προσπάθειες να ανακουφίσουν το άτομο που βρίσκεται σε δυσχερή θέση, αλλά καθώς τα χρόνια περνούν η ενσυναίσθηση συσχετίζεται περισσότερο με την αλτρουιστική συμπεριφορά, την προσφορά βοήθειας, καθώς και με άλλες πρωτοβουλίες προκοινωνικού χαρακτήρα, αν και παραμένει πολύπλοκη ως προς το κίνητρό της (Eisenberg, Spinrad, & Sadovsky, 2006). Η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης αντανακλά την ανάπτυξη της συναισθηματικής αλλά και της γνωστικής επίγνωσης των συναισθηματικών εμπειριών των άλλων, καθώς και τον μεταβαλλόμενο ρόλο των συναισθημάτων στις διαπροσωπικές σχέσεις (Παππά, 2013).

Βιβλιογραφικές αναφορές

Decety, J., & Jackson, P. L. (2004). The functional architecture of human empathy. Behavioral and Cognitive Neuroscience Reviews, 3, 71-100.

Eisenberg, N., Spinrad, T. L., & Sadovsky, A. (2006). Empathy-related responding in children. In M. Killen & J. Smetana (Eds.), Handbook of moral development (pp. 517-549). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.

Hatfield, E., Cacioppo, J.L. & Rapson, R.L. (1993). Emotional contagion scale. Current Directions in Psychological Sciences, 2, 96-99.

Hatfield, E., & Rapson, R. L. (2010.) Culture, attachment style, and romantic relationships. In P. Erdman & K-M. Ng (Eds.), Attachment: Expanding the cultural connections (pp. 227-242). London: Routledge/Taylor and Francis.

Levenson, R. W. & Ruef, A. M. (1992). Empathy: A physiological substrate. Journal of Personality and Social Psychology, 63(2), 234-246.

Παππά. Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.

Sagi, A., & Hoffman, M. L. (1976). Empathic distress in the newborn. Developmental Psychology, 12, 175-176.

Zahn-Waxler, C. (2001). The development of empathy, guilt, and internalization of distress: Implications for gender differences in internalizing and externalizing problems. In R. Davidson (Ed.), Anxiety, depression, and emotion: Wisconsin symposium on emotion, Vol. I (pp. 222-265). New York: Oxford Press.

Βασιλική Παππά, MSc, PhD,

Συμβουλευτική ψυχολόγος,

Πρόεδρος & Επιστημονικά Υπεύθυνη

Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων.

Αφήστε μια απάντηση