Ενσυναίσθηση και ενδιαφέρον για τους άλλους
Ενσυναίσθηση είναι η κατανόηση των συναισθημάτων των άλλων. Είναι η ψυχολογική κατάσταση που υποδηλώνει το μοίρασμα των συναισθημάτων ενός άλλου ατόμου, τη συμμετοχή του ατόμου στη συναισθηματική κατάσταση του άλλου. Πρόκειται για την ικανότητα να μοιράζεται κάποιος τη συναισθηματική εμπειρία ενός άλλου ατόμου (DeWaal, 2008· Rogers, 1959). Είναι μια θετική κοινωνική συμπεριφορά που συνιστά προϋπόθεση του αλτρουισμού. Η ενσυναίσθηση, μαζί με τη στοργή, την ευγνωμοσύνη και τη συμπόνια είναι πολύπλοκα κοινωνικά συναισθήματα που συμβάλλουν στην ηθική συμπεριφορά.
Η ενσυναίσθηση είναι μια ικανότητα στην οποία αποδίδεται ένα ευρύ φάσμα ορισμών, που κυμαίνονται από το ενδιαφέρον για τους άλλους και την επιθυμία για παροχή βοήθειας, τη βίωση συναισθημάτων παρόμοιων με εκείνων που βιώνει ένα άλλο άτομο και τη γνώση αυτού που σκέφτεται ή νιώθει το άλλο άτομο ως την τρόπον τινά ταύτιση του εαυτού με τον άλλο (Hodges & Klein, 2001).
Αυτός που συναισθάνεται τον άλλο δεν ταυτίζεται μαζί του συναισθηματικά, αλλά μεταφέρεται στη συναισθηματική κατάστασή του χωρίς να κατακλύζεται από το συναίσθημά του. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της ενσυναίσθησης (ή εναίσθησης) από τη συμπόνια. Όταν συμπονούμε ή συμπάσχουμε, ταυτιζόμαστε συναισθηματικά με αυτόν που εκφράζεται συναισθηματικά, ενώ όταν συναισθανόμαστε, όχι. Ωστόσο, συχνά οι δύο αυτές έννοιες συγχέονται. Η συμπόνια (sympathy) είναι μια άμεση και μη ελεγχόμενη συναισθηματική αντίδραση που κατακλύζει το άτομο, όταν αυτό φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση που βρίσκεται ο άλλος. Η συγκεκριμένη συναισθηματική αντίδραση μπορεί ωστόσο να οδηγήσει σε αναστολή της παροχής φροντίδας ή να αμβλύνει ηθικές δράσεις. Η ενσυναίσθηση, από την άλλη, αποτελεί μια ικανότητα ή μια στάση ζωής που σμιλεύεται και μπορεί να αξιοποιηθεί ώστε να έρθει κάποιος σε επαφή, να επικοινωνήσει και να κατανοήσει τους άλλους, σχετικά με καταστάσεις, εμπειρίες ή συναισθήματα που βιώνει το άτομο (Fairbairn, 2002, 2009). Αυτός που συναισθάνεται εκπέμπει στον άλλο το μήνυμα: «Μπορώ να σε καταλάβω.» ή -ακόμα καλύτερα- «Προσπαθώ να σε καταλάβω.», μεταφέροντας στον αποδέκτη με λεκτικούς και μη λεκτικούς τρόπους ότι είναι εκεί, ότι είναι διαθέσιμος για τις ανάγκες του και ότι μπορεί να τον ακούσει, να τον αφουγκραστεί. Σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς από το χώρο της ανάπτυξης, η ενσυναίσθηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη κάποιων μορφών ηθικής συμπεριφοράς (Hoffman, 2000) ή συνδέεται με τη διαμόρφωσή της (Eisenberg, Spinrad & Sadovsky, 2006).
Η εκδήλωση και η ανάπτυξη της ικανότητας της ενσυναίσθησης ξεκινά πολύ νωρίς, από τη γέννηση του βρέφους. Το νεογέννητο βρέφος ανταποκρίνεται στο κλάμα των άλλων βρεφών κλαίγοντας και το ίδιο. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι αυτή η ανταπόκριση αποτελεί το προστάδιο της ενσυναίσθησης. Κατά τον πρώτο χρόνο, το παιδί δεν μπορεί σαφώς να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους, ωστόσο εκδηλώνει κάποιας μορφής ενσυναίσθηση, καθώς κατανοεί ότι, όπως οι δικές του πράξεις, έτσι και οι πράξεις των άλλων ανθρώπων έχουν στόχους (Decety & Meyer, 2008· Eisenberg και συν., 2006· Falck-Ytter, Gredeback & Von Hofsten, 2006). Κατά το δεύτερο έτος, η διαφοροποίηση είναι περισσότερο φανερή, καθώς τα παιδιά αρχίζουν να επιδεικνύουν κάποια μορφή συναισθηματικής ανταπόκρισης που αντιστοιχεί σε κάποιο άλλο άτομο. Σε αυτό το στάδιο αναδύεται η ενσυναίσθηση, καθώς και το συναίσθημα της ντροπής. Από τον 12ο έως τον 24ο μήνα, τα παιδιά ανταποκρίνονται στη δυσφορία των συνομηλίκων τους προσπαθώντας να τους παρηγορήσουν με έναν τρόπο που θα ήθελαν να παρηγορηθούν τα ίδια (Zahn-Waxler, Robinson & Emde, 1992). Επίσης, κατά το δεύτερο έτος τα παιδιά θα επιδοθούν σε παιχνίδια προσποίησης, σε μια προσπάθεια να ξεγελάσουν τους άλλους, κάτι που προϋποθέτει ότι γνωρίζουν αυτό που πιστεύουν οι άλλοι, πριν μπορέσουν να τους χειραγωγήσουν, ενώ επίσης στην ηλικία των 2-3 ετών προσφέρουν τα παιχνίδια τους και τα μοιράζονται με άλλα παιδιά ή ενηλίκους, γνωστούς ή αγνώστους (Zahn-Wexler & Radke-Yarrow, 1990). Κατά την προσχολική περίοδο, η ενσυναίσθηση αυξάνεται, καθώς το παιδί αναπτύσσει την ικανότητά του να ρυθμίζει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις.
Η ώριμη ενσυναίσθηση έχει μια μεταγνωστική διάσταση. Αυτή προϋποθέτει ότι το άτομο έχει μια γνωστική αίσθηση του εαυτού και των άλλων ως ξεχωριστών όντων με ανεξάρτητες εσωτερικές καταστάσεις (συναισθήματα, σκέψεις, αντιλήψεις), οι οποίες εν μέρει αντανακλώνται στην εξωτερικευμένη συμπεριφορά, καθώς και με ξεχωριστές ταυτότητες και συνθήκες ζωής. Πριν την ηλικία των 4 ή των 5 ετών, κάποιος μπορεί να συναισθανθεί αλλά με λίγη ή και καθόλου μεταγνωστική συνείδηση, καθώς τότε τα παιδιά αναπτύσσουν τη «θεωρία του νου», η οποία περιλαμβάνει το γνωστικό στοιχείο της ενσυναίσθησης και με την οποία κατανοούν ότι οι άλλοι μπορεί να έχουν πεποιθήσεις που είναι διαφορετικές από τις δικές τους (Wimner & Perner, 1983). Σε πρόσφατη έρευνα που μελέτησε την ενσυναίσθηση σε μεγαλύτερα παιδιά, ηλικίας 7-12 ετών, βρέθηκε ότι τα παιδιά αυτού του αναπτυξιακού σταδίου έχουν έμφυτη την προδιάθεση να νιώθουν ενσυναίσθηση στον πόνο των άλλων (Decety, Michalska & Akitsuki, 2008).
(Παππά, Β. (2013). Η λογική των δυναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ, σ. 126-128).
Αφήστε μια απάντηση