Εκπαιδεύοντας τα παιδιά στη διεκδικητική συμπεριφορά
-Δυσκολεύομαι να πω «όχι». Λέω «ναι» ακόμη κι όταν διαφωνώ. Δυσκολεύομαι να διαφωνήσω.
-Νιώθω φόβο και ντροπή, κυρίως για «πρόσωπα κύρους».
-Θέλω να είμαι αρεστός/-ή.
-Η έκφραση/ εξωτερίκευση συναισθημάτων (ακόμη και θετικών) μου δημιουργεί εξαιρετική αμηχανία.
-Όταν καταφέρνω να εκφράσω αυτό που θέλω, ή αυτό που νιώθω, συνήθως απαιτώ και επικρίνω, παρά ζητώ, ρωτώ, προτείνω.
Οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν κάποιες χαρακτηριστικές δηλώσεις ατόμων που χαρακτηρίζονται από έλλειψη διεκδικητικότητας. Όποιος δυσκολεύεται να είναι διεκδικητικός, δυσφορεί, καθώς δεν εκφράζει την αντίθεση, την αντίρρηση και τη διαφωνία του για κάτι, ντρέπεται και φοβάται γενικά να απευθυνθεί σε πρόσωπα εξουσίας και δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του. Ακόμη κι όταν καταφέρνει να υπερβεί τις δυσκολίες και τις αναστολές του και να εκφραστεί κατανικώντας τη ντροπή του, το κάνει απαιτώντας και επικρίνοντας, παρά ζητώντας αυτό που επιθυμεί ευγενικά ή προτείνοντας κάποιο διαφορετικό τρόπο επίλυσης ενός προβλήματος.
Τι είναι όμως διεκδικητικότητα ή διεκδικητική συμπεριφορά;
Διεκδικητικότητα είναι η ικανότητα να λέει κάποιος όχι, η ικανότητα να ζητάει κάτι, να διατυπώνει αιτήματα, η ικανότητα να εκφράζει αρνητικά και θετικά συναισθήματα, η ικανότητα κάποιου να ξεκινά, να συνεχίζει και να ολοκληρώνει μια συζήτηση (Lazarus, 1973). Η διεκδικητική συμπεριφορά είναι η απευθείας και ειλικρινής έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων (τόσο θετικών όσο και αρνητικών), η έκφραση της γνώμης και των δικαιωμάτων κάποιου ατόμου χωρίς αυτό να νιώθει αγωνία και άγχος μήπως θυμώσει κάποια άλλα άτομα. Πρόκειται για την υποστήριξη του εαυτού με σταθερότητα και βεβαιότητα και με τρόπο που δεν παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα κάποιου άλλου ατόμου. Έτσι, το άτομο που διακρίνεται από διεκδικητική συμπεριφορά θα μπορέσει να διατηρήσει ή να ξαναποκτήσει τον έλεγχο της ζωής του, κάτι που θα το οδηγήσει σε υψηλότερο επίπεδο αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης και την αίσθηση ότι μπορεί να αποφασίζει για την πορεία της ζωής του. Αναμφίβολα η διεκδικητική συμπεριφορά συνδέεται άρρηκτα με την αυτοεκτίμηση. Όσο πιο διεκδικητικός καταφέρνει να είναι κάποιος, τόσο υψηλότερη θα είναι η αυτοεκτίμησή του και το αίσθημα αυτοαξίας του.
Χρειάζεται και πάλι να υπογραμμίσουμε ότι η διεκδικητική συμπεριφορά περιλαμβάνει προσωπικά δικαιώματα και έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων και πεποιθήσεων με άμεσο τρόπο χωρίς να παραβιάζονται τα δικαιώματα άλλων (Lange & Jacubowski, 1976). Πρόκειται για μια διαπροσωπική ικανότητα, η οποία περιλαμβάνει την ειλικρίνεια και την ευθεία έκφραση των κοινωνικά κατάλληλων σκέψεων και των συναισθημάτων λαμβάνοντας υπόψη τα συναισθήματα και την ευημερία των άλλων ανθρώπων (Rimm & Masters, 1979).
Η συμπεριφορά ενός ατόμου μπορεί να χαρακτηρίζεται ως παθητική, επιθετική ή διεκδικητική. Όταν ένα άτομο διακρίνεται από παθητική συμπεριφορά δεν εκφράζεται, δεν εξωτερικεύει τις ανάγκες και τις αντιρρήσεις του. Το άτομο με επιθετική συμπεριφορά, από την άλλη, εκφράζει τις ανάγκες του, αλλά το κάνει με τρόπο που αντιβαίνει στην έκφραση των αναγκών και των δικαιωμάτων των άλλων. Τέλος, το άτομο με διεκδικητική συμπεριφορά διακρίνεται από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Εκφράζει με κατάλληλο τρόπο τις προσωπικές απόψεις και τα συναισθήματά του.
- Αρνείται με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό τις υπερβολικές απαιτήσεις των άλλων – ένα χαρακτηριστικό που ορίζεται με ποικίλες αποχρώσεις, και έχει έντονη πολιτισμική διάσταση (Wood & Mallinckrodt, 1990).
- Εκφράζει και διατυπώνει με κατάλληλο τρόπο τα προσωπικά του αιτήματα (Alberti & Emmons, 2001).
- Μπορεί να ξεκινά, να συνεχίζει και να ολοκληρώνει μια γενική συζήτηση (Pipas & Jaradat, 2010).
- Μπορεί να εκφράζει τις ανάγκες και τα συναισθήματά του.
Οι ανάγκες του εαυτού του τίθενται στο ίδιο επίπεδο με τις ανάγκες των άλλων.
Είναι σε θέση να ιεραρχεί τις ανάγκες του εαυτού του.
Το άτομο με διεκδικητική συμπεριφορά είναι σε θέση να αναγνωρίζει στον εαυτό του ορισμένα δικαιώματα:
- Να αλλάζει γνώμη.
- Να αναγνωρίζει τα λάθη του.
- Να λέει «δεν ξέρω», «δεν καταλαβαίνω», «δεν με αφορά».
- Να λέει «όχι» χωρίς ενοχές.
- Να μη δικαιολογεί πάντοτε τον εαυτό του στους άλλους.
- Να επιλέγει αν, ποιον και πότε θα βοηθήσει.
- Να έχει ιδιωτικό χώρο και χρόνο.
- Να μην αναλαμβάνει την ευθύνη για τα λάθη των άλλων.
- Να ζητάει βοήθεια και ψυχολογική υποστήριξη.
- Να εκφράζει τα συναισθήματά του.
- Να μην ακολουθεί τυφλά τις συμβουλές των άλλων.
Σύμφωνα με τους Pipas & Jaradat (2010) η διεκδικητική συμπεριφορά επίσης περιλαμβάνει μια σειρά από μη λεκτικά στοιχεία, όπως: 1. Βλεμματική επαφή: ένα διεκδικητικό άτομο κοιτά τον συνομιλητή του στα μάτια. Η έλλειψη βλεμματικής επαφής μπορεί να υποδηλώνει ανεπιθύμητα μηνύματα, όπως «φοβάμαι», ή «δεν είμαι σίγουρος/-η γι’ αυτό που λέω». 2.Ο τόνος της φωνής: ακόμα και το πιο διεκδικητικό μήνυμα, χάνει τη σημασία του αν εκφράζεται με αβέβαιο ή πολύ σκληρό τόνο. 3. Η στάση του σώματος: η ευθυτενής στάση σώματος συνάδει με τη διεκδικητικότητα, χωρίς όμως αυτή να είναι πολύ άκαμπτη, ούτε πολύ χαλαρή, από την άλλη, διότι αυτό μπορεί να υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού. 4. Οι εκφράσεις του προσώπου: για να φτάσει το μήνυμα από τον πομπό στον δέκτη, οι εκφράσεις του προσώπου χρειάζεται να είναι κατάλληλες και συναφείς με το περιεχόμενο του μηνύματος. Αν, για παράδειγμα, κάποιος εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για κάτι χαμογελώντας, δεν πρόκειται να πείσει γι’ αυτό που λέει. 5. Η χρονική στιγμή εκφοράς του μηνύματος: το πιο αποτελεσματικό διεκδικητικό μήνυμα χάνει τη σημασία του όταν εκφέρεται σε λάθος στιγμή. 6. Το περιεχόμενο του μηνύματος: το μήνυμα δε βρίσκει τον στόχο του αν είναι υπερβολικά επιθετικό, με πρόθεση να βλάψει τον άλλο ή, αντιθέτως, εκφράζεται με πολύ παθητικό τρόπο.
Η διεκδικητική συμπεριφορά αποτελεί σαφέστατα σημαντικό ζητούμενο για τα παιδιά. Οι γονείς επιθυμούν διακαώς να έχουν παιδιά με διεκδικητική συμπεριφορά και να εκπαιδευτούν και οι ίδιοι σχετικά με το πώς θα το επιτύχουν. Στις ομάδες Σχολών Γονέων, η εκπαίδευση των παιδιών στη διεκδικητική συμπεριφορά αποτελεί δημοφιλές θέμα προς συζήτηση και διαπραγμάτευση (Παππά, 2017). Είναι σημαντικό να αποφευχθεί τόσο η παθητική, όσο και η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών. Έχει βρεθεί ότι όταν τα παιδιά εισάγονται σε δεξιότητες διεκδικητικής συμπεριφοράς, η επιθετικότητά τους μειώνεται, καθώς αυτή συσχετίζεται με ελλιπείς δεξιότητες διεκδικητικότητας και επικοινωνίας (Sanz de Acedo Lizarraga και συν., 2003). Οι γονείς χρειάζεται να εισαγάγουν σταδιακά τα παιδιά τους στην τεχνική του διαλόγου και τις δεξιότητες επικοινωνίας. Κάποιες απλές οδηγίες που μπορεί να δώσει ένας γονιός στο παιδί του είναι
- Να παραμένει επικεντρωμένο στο θέμα που αντιμετωπίζει και να μην περιπλέκει τα πράγματα.
- Να είναι ευγενικό αλλά σταθερό με το άτομο που συνδιαλέγεται.
- Να ακούει αυτό που λέει το συγκεκριμένο άτομο και να παραμένει ψύχραιμο.
- Να το κοιτά στα μάτια.
- Να μη ζητά συγγνώμη αν δεν το κρίνει απαραίτητο.
Κάθε παιδί και κάθε άνθρωπος χρειάζεται να γνωρίζει τα δικαιώματά του, αλλά και τα δικαιώματά του ως προς τη διεκδικητικότητα. Πιο συγκεκριμένα, τα δικαιώματα ως προς τη διεκδικητικότητα είναι τα εξής:
- Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να το αντιμετωπίζουν με σεβασμό, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή ιεραρχίας.
- Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να ζει τη ζωή του όπως επιθυμεί.
- Έχει το δικαίωμα να κάνει λάθη.
- Έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις ανάγκες του και να ζητά αυτό που θέλει.
- Έχει το δικαίωμα να γίνεται αποδεκτό ως μη τέλειο.
- Έχει το δικαίωμα να επιλέγει για τον εαυτό του.
- Έχει το δικαίωμα να ζητά πληροφορίες και βοήθεια.
- Έχει δικαίωμα να αλλάζει γνώμη.
- Έχει το δικαίωμα να θυμώνει με ένα άτομο για το οποίο νοιάζεται.
- Έχει το δικαίωμα να αλλάζει και να εξελίσσεται.
- Έχει το δικαίωμα να υιοθετεί αυτό που είναι σημαντικό και αυτό που είναι λιγότερο σημαντικό γι’ αυτό.
- Έχει το δικαίωμα να αρνείται, να απαντά με «όχι», «δε γνωρίζω», «δεν καταλαβαίνω».
- Έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ποιοι είναι οι στόχοι και οι προτεραιότητές του (Pipas & Jaradat, 2010)
Από την άλλη, ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, είναι να αποτελεί ο ίδιος ο γονιός ένα θετικό πρότυπο διεκδικητικής συμπεριφοράς για το παιδί του.
Καταρχήν, ο γονιός που αποτελεί πρότυπο διεκδικητικής συμπεριφοράς, εφαρμόζει πρακτικές δημοκρατικής ανατροφής και διαπαιδαγώγησης χρησιμοποιώντας οριοθέτηση και ενθάρρυνση. Επιπλέον, αποτελεί ένα λειτουργικό συναισθηματικό πρότυπο: εκφράζει τα συναισθήματά του και τα διαχειρίζεται με κατάλληλο τρόπο. Ο γονιός αυτός εκφράζεται με μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο. Οι φράσεις που εμπεριέχουν μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο εκφράζουν διεκδικητικότητα και εστιάζουν στις ανάγκες και τα συναισθήματα του ατόμου που τα εκφέρει, χωρίς να τα επιρρίπτει σε κάποιο άλλο άτομο, όπως συμβαίνει με τα μηνύματα σε δεύτερο πρόσωπο.
Παράδειγμα:
Μήνυμα σε δεύτερο πρόσωπο:
«Είσαι τόσο τεμπέλης/-α! Πάντα αφήνεις το πιάτο σου πάνω στο τραπέζι! Μήπως νομίζεις ότι είμαι σκλάβος/-α σου;»
Μήνυμα σε πρώτο πρόσωπο:
«Θυμώνω όταν βλέπω το πιάτο σου πάνω στο τραπέζι! Θα το εκτιμούσα πολύ αν με βοηθούσες λίγο στο μάζεμα των πιάτων!»
Επίσης, ο γονιός-πρότυπο αναγνωρίζει τα σφάλματά του και αναλαμβάνει την ευθύνη του. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και ψυχραιμία και υπάρχει συνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις του. Ακόμη, έχει ρεαλιστικές προσδοκίες, όσον αφορά τη συμπεριφορά του παιδιού του. Τέλος, ο γονιός-πρότυπο διεκδικητικής συμπεριφοράς είναι αισιόδοξος, δε σταματά την προσπάθεια. Κι ακόμα κι όταν ματαιώνεται, γρήγορα ξεκινά από την αρχή.
Η εκπαίδευση των παιδιών στη διεκδικητική συμπεριφορά συσχετίζεται απόλυτα με την εκπαίδευση των παιδιών στη συναισθηματική νοημοσύνη. Οι γονείς χρειάζεται να εκπαιδεύονται και να εξελίσσονται στο να βοηθούν τα παιδιά να αναγνωρίσουν, να κατανοήσουν, να εκφράσουν και να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους με όσο το δυνατόν πιο παραγωγικό και αποτελεσματικό τρόπο (Παππά, 2013, 2016).
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Alberti, R. & Emmons, M. (2001). Your Perfect Right. Atascadero, Ca: Impact Publishers, Inc.
Lazarus, A. A. (1973). On assertive behavior: A brief note. Behavior Therapy, 4, 697-699.
Lange, J. & Jacubowski, P. (1976). Responsible assertive behavior: cognitive/behavioral procedures for trainers. Champaign, Ill. : Research Press.
Παππά, Β. (2013). Η Λογική των Συναισθημάτων. Συναισθηματική Ανάπτυξη και Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2016). Γονείς σε Κρίση. Η Διαχείριση της Απώλειας και της Αλλαγής. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2017). Επάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί Τύποι Γονέων και Συμπεριφορά Παιδιών και Εφήβων. Αθήνα: Οκτώ.
Pipas, M. D. & Jaradat, M. (2010). Assertive Communication Skills. Annales Universitatis Apulensis Series Oeconomica, 12(2), 649-656.
Rimm, D. & Masters, J. (1979). Behavior Therapy: Techniques and Empirical Findings (2nd ed.). New York: Academic Press. Sanz de Acedo Lizarraga, M. L., Ugarte, M. D., Iriarte, M. D., & Sanz de Acedo Baquedano, M. T. (2003). Immediate and long-term effects of a cognitive intervention on intelligence, self-regulation, and academic achievement., European Journal of Psychology of Education, 18(1), 59–74.
Wood, P. S. & Mallinckrodt, B. (1990). Culturally sensitive assertiveness training for ethnic minority clients. Professional Psychology: Research and Practice, 21(1), 5-11.
Βασιλική Παππά, MSc, PhD,
Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,
Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων
Αφήστε μια απάντηση