Πριν από χρόνια, ο Γάλλος ψυχίατρος Andre Berge είχε πει ότι ενώ όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν σχετική εκπαίδευση για το επάγγελμα που θα εξασκήσουν, δεν εκπαιδεύονται για τα δύο πιο σημαντικά επαγγέλματα: του γονέα και του πολιτικού. Κατά πόσον όμως είναι επάγγελμα το να είναι κάποιος γονιός τελικά;
Ίσως ο όρος «επάγγελμα» ξενίζει. Στο γονικό ρόλο θα μπορούσαν σίγουρα να αποδοθούν πολλοί και διαφορετικοί προσδιορισμοί. Ο όρος «επάγγελμα» αναδεικνύει τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που απαιτείται από ένα γονιό κατά την άσκηση του ρόλου του, ενός ρόλου για την άσκηση του οποίου τυπικά δεν απαιτείται κανενός είδους προπαρασκευή ή γνώσεις.
Το «επάγγελμα» του γονιού «μαθαίνεται» σαφώς μέσα από την καθημερινή πρακτική, κυρίως μέσα από τα λάθη, αρκεί φυσικά ένας γονιός να έχει επίγνωση των «λαθών» του. Πριν όμως γίνει κάποιος γονιός, έχει ήδη κάποιες διαμορφωμένες αντιλήψεις και απόψεις σχετικά με το μεγάλωμα ενός παιδιού, που διαμορφώνονται από τις μνήμες και τα βιώματα που έχει από τη δική του οικογένεια προσανατολισμού, από τη συναναστροφή του με άλλους γονείς, καθώς και από τα δικά του διαβάσματα, τις δικές του γνώσεις γενικά, αλλά και από τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες ένας γονιός ζει. Πέρα από την καθημερινή πρακτική, ωστόσο, το «επάγγελμα» του γονιού «μαθαίνεται» μέσα από τη συμμετοχή σε μια ομάδα Σχολής Γονέων, όπου παρέχεται τόσο η κατάλληλη ενημέρωση / πληροφόρηση στους γονείς (ανάλογα με το εξελικτικό στάδιο του παιδιού τους), όσο και η απαραίτητη συμβουλευτική μέσα από την ομαδική διαδικασία. Έτσι οι γονείς ενδυναμώνονται στην άσκηση του ρόλου τους, νιώθουν πιο ασφαλείς, πιο σίγουροι και γίνονται πιο θετικοί και αισιόδοξοι.
Είναι πραγματικά ελπιδοφόρο ότι οι γονείς μπορούν να αλλάξουν την οπτική τους, τις αντιλήψεις και τις στάσεις τους και να τις διαφοροποιήσουν από εκείνη των δικών τους γονιών. Ακόμα κι όταν οι δικοί τους γονείς αποτελούν ένα λαμπρό παράδειγμα, εκείνοι, ως γονείς οφείλουν να διαγράψουν τη δική τους ξεχωριστή πορεία, αποκτώντας τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα. Συχνά, όμως, η συμπεριφορά των δικών τους γονιών δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αλλά προς αποφυγή. Είναι σημαντικό, όταν γίνεται κάποιος γονιός, να μπορεί να κάνει συνειδητές επιλογές και να παίρνει αποφάσεις που απορρέουν από τις δικές του αρχές και αξίες.
Καλός ή κακός γονιός δεν υπάρχει. Πιο δόκιμος είναι ο όρος «αποτελεσματικός γονιός», ή «αρκετά καλός γονιός». Πρόκειται για το δημοκρατικό τύπο γονέα, καθώς και για κείνον που επιδιώκει να γίνει «συναισθηματικός μέντορας». Τέλειος ή ιδανικός γονιός δεν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς. «Καλός» γονιός λοιπόν είναι ο δημοκρατικός γονιός, αυτός που αποδεικνύεται αποτελεσματικός για τον ίδιο και το παιδί του. Βεβαίως, κατά πόσο κάποιος είναι αποτελεσματικός, κρίνεται εκ του αποτελέσματος! Η καθημερινή αλληλεπίδραση με το παιδί μπορεί να αναδείξει πολλές δυνάμεις αλλά και πάμπολλες αδυναμίες.
«Καλός» γονέας, είναι ο γονιός που αποκομίζει ευχαρίστηση από το ρόλο του, που ικανοποιεί τόσο τις ανάγκες του παιδιού του, όσο και τις δικές του ανάγκες για να υπάρχει μια όσο το δυνατόν ισόρροπη και παραγωγική σχέση. «Καλός» γονέας είναι – όπως προανέφερα – ο δημοκρατικός γονέας. Όπως είναι αυτονόητο, «κακός» γονέας είναι ο γονιός που δεν ακολουθεί το δημοκρατικό τρόπο διαπαιδαγώγησης. Για παράδειγμα, ένας γονιός που δεν ακούει το παιδί του, ή που μόνο το ακούει, χωρίς να το καθοδηγεί, δεν αποδεικνύεται αποτελεσματικός.
Σύμφωνα με την τυπολογία της Baumrind (η οποία διαφοροποιήθηκε και από άλλους μελετητές), οι γονείς διακρίνονται σε: αυταρχικούς, ανεκτικούς-επιεικείς, ανεκτικούς-αδιάφορους και δημοκρατικούς.
Τα δυο βασικά κριτήρια ως προς την παραπάνω κατηγοριοποίηση είναι ο βαθμός απαιτήσεων που οι γονείς έχουν από τα παιδιά και ο βαθμός ανταπόκρισης που επιδεικνύουν στις ανάγκες τους. Τα παραπάνω κριτήρια επελέγησαν διότι μετά από σχετικές αναλύσεις αποδείχτηκε ότι αποτελούν τις βασικές παραμέτρους διαμόρφωσης του γονικού ρόλου.
Ο αυταρχικός τύπος γονέα ίσως μοιάζει παρωχημένος, όμως δυστυχώς συναντάται και σήμερα. Είναι οι γονείς που κάνουν χρήση αυστηρού ελέγχου, έχουν πάρα πολλές απαιτήσεις από το παιδί, χωρίς να το στηρίζουν συναισθηματικά και είναι τιμωρητικοί. Είναι απόλυτοι και δίνουν μεγάλη σημασία στην υπακοή. Δε συζητούν, απλώς αναγκάζουν άμεσα ή έμμεσα το παιδί να ακολουθήσει τις επιθυμίες και τις οδηγίες τους. Επιδεικνύουν σεβασμό στην εργατικότητα και τη σκληρή προσπάθεια (όταν επιφέρει θετικό αποτέλεσμα) και έχουν ιδιαίτερο άγχος όσον αφορά στην κοινωνική σύγκριση. Θέλουν το παιδί τους να πρωτεύει και μονίμως συγκρίνουν την επίδοσή του με εκείνη άλλων παιδιών.
Πιθανότατα πρόκειται για το γονιό που έχει ο ίδιος τύχει μιας αντίστοιχης διαπαιδαγώγησης από τους δικούς του γονείς, ή για ένα γονιό που είχε ιδιαιτέρως ανεκτικούς γονείς, οπότε κινήθηκε πολωτικά προς το άλλο άκρο. Σίγουρα πρόκειται για ένα γονέα με ψυχικά ελλείμματα που χρειάζεται να γνωρίζουμε την προσωπική του ιστορία για να αποφανθούμε. Ας έχουμε επίσης κατά νου ότι με τη σύγχρονη έννοια του όρου «αυταρχικός» δε σκιαγραφούμε μόνο το γονιό που κακοποιεί σωματικά το παιδί του. Μπορεί κάλλιστα να απαξιώνει το παιδί του με τη στάση του, με έναν έμμεσο τρόπο. Σε μία σχετική έρευνα που έχει διεξαχθεί από τις Σχολές Γονέων, τα πρώτα αποτελέσματα παρουσιάζουν τους γονείς ανωτάτου μορφωτικού επιπέδου πιο αυταρχικούς από τους γονείς που ανήκουν στους υπόλοιπους τύπους.
Τα παιδιά με αυταρχικούς γονείς δεν είναι ευχαριστημένα με τον εαυτό τους. Δυσκολεύονται να θέσουν στόχους και παραιτούνται εύκολα από την προσπάθειά τους. Είναι συνήθως παιδιά εσωστρεφή και αποσυρμένα, φοβισμένα και αγχώδη. Δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τους άλλους και διακρίνονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Ο ανεκτικός-επιεικής γονέας επιδεικνύει ιδιαίτερη ζεστασιά και είναι πολύ στοργικός με το παιδί του, δυσκολεύεται όμως ιδιαίτερα στην άσκηση ελέγχου. Συζητά υπερβολικά με το παιδί, χωρίς να θέτει όρια. Έχει εξαιρετικά λίγες απαιτήσεις από το παιδί του όσον αφορά στις δουλειές του σπιτιού και στη διατήρηση της τάξης. Αποδέχεται τις παρορμήσεις του παιδιού του και τα οποιαδήποτε «θέλω» του. Είναι ο γονέας που δυσκολεύεται ιδιαίτερα να πει «όχι» στο παιδί του.
Συχνά παρατηρούμε ότι οι γονείς ακολουθούν αυτό το είδος διαπαιδαγώγησης γιατί πιστεύουν ότι αυτό είναι το καλύτερο για το παιδί τους. Μπορεί να μεγάλωσαν οι ίδιοι με αυταρχικούς γονείς, οπότε πηγαίνουν προς το άλλο άκρο. Μπορεί να διακατέχονται από υπερβολικό άγχος ως προς το ρόλο τους, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε σύγχυση και να μην μπορούν να θέσουν όρια. Συχνά επίσης παρατηρούμε το φαινόμενο της «εξαργύρωσης» της έλλειψης κοινού χρόνου με το παιδί με παραπανήσια ανοχή, επιείκεια και υπερβολικές υλικές παροχές ή προνόμια προς το παιδί τους.
Τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του στο παιδί δεν είναι σε καμία περίπτωση αντίστοιχα των προσδοκιών του. Το παιδί όχι μόνο δεν αποκτά υψηλή αυτοεκτίμηση, αλλά αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δυσκολεύεται να στηριχθεί στις δυνάμεις του, είναι παρορμητικό και επιδεικνύει επιθετική συμπεριφορά. Επειδή έχει μάθει να του παρέχουν τα πάντα, είναι ελάχιστα διερευνητικό και έχει πολύ μικρό αυτοέλεγχο.
Ο ανεκτικός-αδιάφορος γονιός αποτελεί μια πιο αρνητική εκδοχή του ανεκτικού γονέα. Ο γονιός αυτός δεν ασκεί ούτε έλεγχο στο παιδί του, ούτε ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Απορρίπτει και αγνοεί το παιδί. Αφήνει το παιδί να ενεργήσει όπως επιθυμεί. Η ενέργεια που καταναλώνεται και ο χρόνος που δαπανάται στην αλληλεπίδρασή τους με το παιδί είναι τα ελάχιστα. Συχνά πρόκειται για γονείς που παραμελούν τα παιδιά τους.
Υπάρχουν φορές που οι γονείς αυτοί παρουσιάζουν κατάθλιψη και συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό στα παιδιά τους γιατί νιώθουν συντετριμμένοι από τα δικά τους προβλήματα.
Δυστυχώς, οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά αυτά τα καταφέρνουν χειρότερα από τα παιδιά των γονέων που ανήκουν στους υπόλοιπους τύπους. Χαρακτηρίζονται από αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά, από προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης, από πολύ μικρό αυτοέλεγχο και η επίδοσή τους σε γνωστικού τύπου δοκιμασίες είναι πιο χαμηλή. Ως έφηβοι, κινδυνεύουν περισσότερο από άλλους εφήβους να υιοθετήσουν παραβατική συμπεριφορά.
Ο δημοκρατικός γονέας έχει μεν απαιτήσεις από το παιδί του, αλλά ανταποκρίνεται και στις ανάγκες του. Οι δημοκρατικοί γονείς ασκούν έλεγχο στο παιδί τους αλλά με έναν ευέλικτο τρόπο και με σταθερότητα. Ενθαρρύνουν την αυτονόμηση του παιδιού, αλλά θέτουν όρια στη συμπεριφορά του. Οι απαιτήσεις τους από το παιδί διαμορφώνονται ανάλογα με την ηλικία και τις ιδιαιτερότητές του. Συζητούν πολύ με το παιδί τους. Επιδεικνύουν υψηλό βαθμό ζεστασιάς και στοργής. Ξέρουν ν’ ακούν το παιδί τους, διακρίνονται από επικοινωνιακές δεξιότητες. Θεωρούν ότι οι διακριτοί ρόλοι και η ύπαρξη ιεραρχίας είναι απαραίτητα στοιχεία για την καλή λειτουργία της οικογένειας.
Ο δημοκρατικός γονέας έχει σημαντική επίγνωση του ρόλου του και των δυσκολιών του ρόλου αυτού. Είναι ο γονιός που μέσα από τη συμμετοχή του σε μια ομάδα Σχολής Γονέων προσπαθεί να ισορροπήσει την ικανοποίηση των αναγκών του και του παιδιού του. Είναι ο γονιός που έχει αποδεχθεί την μη ύπαρξη του «τέλειου» γονιού και που βρίσκει το θάρρος να την αποδεχθεί. Ο γονιός που δεν εφησυχάζει, αλλά βρίσκεται σε μια πορεία διαρκούς αναζήτησης και αφουγκρασμού του παιδιού του και της εποχής του αναζητά ένα δημοκρατικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης.
Το παιδί με δημοκρατικούς γονείς γίνεται ανεξάρτητο και μαθαίνει να στηρίζεται στις δυνάμεις του. Έχει αυτοέλεγχο, είναι διερευνητικό και είναι ευχαριστημένο με τον εαυτό του. Λειτουργεί πιο αποτελεσματικά και στο γνωστικό τομέα σε σχέση με τα άλλα παιδιά και θέτει στόχους. Επίσης, είναι πιο συνεργατικό, μπορεί να λειτουργεί ομαδικά και απολαμβάνει τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε ομαδική δραστηριότητα.
Βασιλική Παππά, M.Sc., Ph.D.,
Συμβουλευτική ψυχολόγος
Πρόεδρος & επιστημονικά υπεύθυνη
Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων.
*Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί Τύποι Γονέων και Συμπεριφορά Παιδιών και Εφήβων. Αθήνα: Καστανιώτης.