You are currently viewing Μονογονικές οικογένειες

Μονογονικές οικογένειες

Στην έκθεση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1989) η μονογονική (ή μονογονεϊκή) οικογένεια ορίζεται ως η οικογένεια στην οποία ζει ένας γονέας -χωρίς σύζυγο ή σύντροφο, αλλά, ίσως, μαζί με άλλα άτομα (π.χ. γονείς)- με ένα τουλάχιστον ανύπανδρο παιδί που είναι εξαρτώμενο από αυτόν (Κογκίδου, 1995).

Ο μετασχηματισμός της δομής και της ταυτότητας της ελληνικής οικογένειας, και οι ζυμώσεις της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αποδοχής των μονογονικών οικογενειών. Ενώ παλαιότερα οι μονογονικές οικογένειες θεωρούνταν ως μία αποκλίνουσα μορφή της οικογενειακής οργάνωσης, σήμερα θεωρούνται μάλλον ως μία εκδοχή ή παραλλαγή του τρόπου οργάνωσής της. Αυτό φαίνεται και από τους όρους οι οποίοι χρησιμοποιούνται στη διεθνή βιβλιογραφία για να χαρακτηρίσουν τις μονογονικές οικογένειες: «οικογένειες με έναν γονέα» ή «μονογονικές οικογένειες» (single-parent families ή lone-parent families), «μητέρες μόνες με παιδιά» (single-mother families), «μητέρες αρχηγοί της οικογένειας» (mother-headed families) κ.ά.

Στα στατιστικά δεδομένα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων χωρών για τις μονογονικές οικογένειες αναφέρονται συνήθως οι μόνοι γονείς ανάλογα με την οικογενειακή τους κατάσταση (χήροι, διαζευγμένοι, ανύπανδροι). Έτσι προκύπτει ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, εφόσον οι μονογονικές οικογένειες αποτελούν μία αρκετά ευρεία κατηγορία. Βέβαια, σε όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η κατηγορία των διαζευγμένων γονέων είναι η μεγαλύτερη. Στη σύγχρονη κοινωνία, πλέον, κύρια αιτία δημιουργίας μιας μονογονικής οικογένειας είναι το διαζύγιο (ως η νόμιμη λύση ενός νόμιμου γάμου), σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, που κύρια αιτία αποτελούσε ο θάνατος του ενός συζύγου (Κογκίδου, 1995. Χατζηχρήστου, 1999). Η κατηγορία των διαζευγμένων γονέων αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των μονογονικών οικογενειών (Κογκίδου, 1995). Ο όρος «μονογονική ή μονογονεϊκή οικογένεια» όσον αφορά τις διαζευγμένες οικογένειες -αν και είναι πλέον καθιερωμένος στη διεθνή βιβλιογραφία- πιθανόν παραγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο και του άλλου γονέα (Χατζηχρήστου, 1999). Με σκοπό την αναγνώριση του ρόλου του άλλου γονέα στην ανατροφή των παιδιών, έχουν προταθεί οι όροι «δυαδική μονογονική οικογένεια» (double single-parent family) (Sager, Brown, Crown, Engel, Rodstein & Walker, 1983) ή «διπυρηνική οικογένεια» (binuclear family) (Ahrons, 1980). Σύμφωνα με τους Irving & Benjamin (1995), η διπυρηνική οικογένεια αποτελεί ένα νέο σύστημα οικογένειας που δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο από το παλαιότερο σύστημα οργάνωσης της οικογένειας, την πυρηνική οικογένεια. Η διπυρηνική οικογένεια είναι μία σχετικώς πρόσφατη και ίσως μεταβατική δομή οικογένειας. Η πυρηνική οικογένεια είναι παιδί της βιομηχανικής επανάστασης, ενώ η διπυρηνική οικογένεια αποτελεί προϊόν της μεταβιομηχανικής επανάστασης, που προέκυψε ως αντίδραση στις πολύ σημαντικές πολιτισμικές αλλαγές των καιρών μας.

Ο όρος «μονογονική οικογένεια» δεν αντανακλά μία ενιαία κοινωνική πραγματικότητα, αλλά περιλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς τύπους οικογενειακής οργάνωσης. Μπορεί ο μόνος γονέας να είναι άνδρας ή γυναίκα διαφορετικής ηλικίας, ο απών γονέας να συμμετέχει σε διαφορετικό βαθμό στη ζωή του παιδιού και κυρίως η αιτία μονογονικότητας να είναι διαφορετική (Κογκίδου, 1995). Στην Αθήνα, μία έρευνα μεταξύ μητέρων παιδιών προσχολικής ηλικίας αποκάλυψε ότι το 2,5% των μητέρων που ερωτήθηκαν ζούσαν μόνες με το παιδί τους (Μουσούρου, 1996). Σύμφωνα με την Έρευνα για το Εργατικό Δυναμικό (Labor Force Survey, 1989) στην Ελλάδα οι μονογονικές οικογένειες αποτελούσαν το 5% των οικογενειών με παιδιά κάτω των 18 ετών, ποσοστό που ήταν το χαμηλότερο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Χατζηχρήστου, 1999).

Στην Ελλάδα, αντίθετα με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο θεσμός του γάμου είναι κυρίαρχος και ιδιαίτερα ανθεκτικός – αν και τα ποσοστά των διαζυγίων είναι προοδευτικώς αυξανόμενα. Σύμφωνα με μία κοινωνιολογική μελέτη των Γκιζέλη και συνεργατών (1984) παρατηρείται μία αλλαγή στις σχέσεις των ζευγαριών μετά το 1961, η οποία συχνά οδηγεί σε διαζύγιο. Οι ερευνητές αποδίδουν την αύξηση αυτή των ποσοστών του διαζυγίου στην οικονομική ανεξαρτησία και τη βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των Ελληνίδων.

Μετά την ψήφιση του νέου νόμου περί οικογενειακού δικαίου το 1983, οι έρευνες καταδεικνύουν την ανοδική πορεία της συχνότητας του διαζυγίου. Το 1970 ο αριθμός των διαζυγίων ήταν 3.152, ενώ το 1980 παρατηρείται μία μεγάλη αύξηση της συχνότητας των διαζυγίων που οφείλεται στην εφαρμογή του νόμου 868/1979 για το «αυτόματο διαζύγιο». Ραγδαία, ωστόσο, αύξηση του αριθμού των διαζυγίων παρατηρείται το 1984 (μετά την υιοθέτηση του νέου οικογενειακού δικαίου), οπότε ο αριθμός των διαζυγίων εκτοξεύεται στα 8.672, ενώ μετά από μία περίοδο μερικής υποχώρησης φτάνει το 1995 στις 11.000 (Κοτζαμάνης, 1997). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2008 τα διαζύγια ανέρχονται σε 13.163, το 2009 σε 13.607, το 2010 σε 13.275, το 2011 σε 12.705, ενώ το 2012 σε 14.880.

Κατά το χρονικό διάστημα 1960-1978 συχνότερος λόγος διαζυγίου εμφανίζεται «ο ισχυρός κλονισμός της σχέσεως του γάμου», ακολουθεί η «κακόβουλη εγκατάλειψη» και τέλος η «μοιχεία» μαζί με «άλλους λόγους». Από το 1979-1983 την πρώτη θέση καταλαμβάνει και πάλι ο κλονισμός, ενώ τη δεύτερη το «αυτόματο διαζύγιο». Την περίοδο 1984-1992 συχνότερο είναι το «συναινετικό διαζύγιο» και ακολουθούν τα διαζύγια για «άλλους λόγους» και τα διαζύγια μετά από υπερ-τετραετή διάσταση (Χατζηχρήστου, 1999). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το συναινετικό διαζύγιο παραμένει η συχνότερη μορφή διαζυγίου ως το 2012 .

Απόσπασμα από το βιβλίο της Β. Παππά (2017) «Επάγγελμα Γονέας. Τύποι Γονέων και Συμπεριφορά Παιδιών και Εφήβων», Οκτώ, σ. 26-29.

Αφήστε μια απάντηση