You are currently viewing Η έλλειψη νοήματος – Η ανακάλυψη νοήματος

Η έλλειψη νοήματος – Η ανακάλυψη νοήματος

ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Νόημα; Ορίστε: χιονίζει. Τι νόημα υπάρχει σ’ αυτό;

ΜΑΣΣΑ: Θαρρώ πως ο άνθρωπος πρέπει να πιστεύει και ν’ αναζητά κάποια πίστη, αλλιώς η ζωή του είναι άδεια, ολότελα άδεια. Να ζεις και να μην ξέρεις γιατί πετούν οι γερανοί, γιατί γεννιούνται τα παιδιά, γιατί υπάρχουν άστρα στον ουρανό. Πρέπει κανείς να ξέρει γιατί ζει, αλλιώς είναι όλα κουταμάρες και χαμένος καιρός».

(Α. Τσέχωφ, «Οι τρεις αδελφές», σ. 78-79 (Μεταφρ.: Λ. Καλλέργης) Δωδώνη, 1986).  

 

Η ανάγκη για αγάπη, για δημιουργία, για κατασκευή εικόνων, για συνεισφορά και για μια πλούσια εσωτερική ζωή, αποτελούν βασικές ανάγκες γονιών και παιδιών και γενικά όλων των ανθρώπινων όντων. Όταν οι παραπάνω βασικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται, οι άνθρωποι χάνουν τη χαρά και το νόημα της ζωής. Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών δεν ταυτοποιεί απλώς την ανθρώπινή μας υπόσταση, δεν μας κάνει ανθρώπους, μας διατηρεί ανθρώπους, είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ύπαρξής μας.

Το καίριο ερώτημα, ωστόσο, είναι σε ποιο βαθμό ο σύγχρονος τρόπος ζωής και οι αξίες που προωθούνται από τη μαζική κουλτούρα ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες. Δυστυχώς, εύκολα θα αποφανθούμε ότι ο βιομηχανοκεντρικός πολιτισμός δεν ικανοποιεί τις βασικές μας ανάγκες γιατί δεν εστιάζει σε αυτές. Αντιθέτως, εστιάζει στην ικανοποίηση άλλων, δυσλειτουργικών αναγκών, τις οποίες και δημιουργεί και για τις οποίες μας «πείθει» ή προσπαθεί να μας πείσει ότι η ικανοποίησή τους είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι δυσλειτουργικές ανάγκες συνοψίζονται στην ανάγκη για κατανάλωση, για προβολή, για υπεροχή, για ανταγωνισμό.

Η κάλυψη των παραπάνω αναγκών δίνει στη ζωή νόημα. Η έλλειψη νοήματος – νόσος της εποχής μας – με την ευρύτερη έννοια, δημιουργεί όλο και περισσότερες ανησυχίες και προβληματισμούς. Το πρόσκαιρο, το εύκολα και γρήγορα αναλώσιμο, σηματοδοτεί τα πράγματα με εύκολα αναλώσιμες αξίες. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν χωρίς να ξέρουν γιατί ζουν πραγματικά, χωρίς να ελπίζουν πραγματικά. Φαντάζει εφιαλτικό, όμως συμβαίνει συχνά η ζωή να γίνεται μια ευθύγραμμη πορεία δίχως σταθμούς.

Για την έλλειψη νοήματος έχουν μιλήσει πολλοί. Φιλόσοφοι, συγγραφείς, λογοτέχνες, ψυχολόγοι, έχουν ασχοληθεί με το νόημα και το σκοπό της ύπαρξης κι έχουν διατυπώσει τις θεωρίες και τις απόψεις τους. Η αρχαιοελληνική σκέψη εντοπίζει αυτό το νόημα στην αναζήτηση και προσέγγιση της ακατάλυτης ενότητας που συνιστούν η Αλήθεια, η Ομορφιά και η Αρετή. Στωικοί και Επικούρειοι το εντοπίζουν στην εξάλειψη της θλίψης που φέρνει στον άνθρωπο η επαφή με τα υλικά πράγματα και προτείνουν την αποχή. Οι Ηδονιστές το εντοπίζουν στην αναζήτηση της πνευματικής ηδονής, ενώ οι Σκεπτικοί αρνούνται την ύπαρξη νοήματος. Στα νεότερα χρόνια, οι Διαφωτιστές κηρύσσουν ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στην δια του Ορθού Λόγου κατανόηση του κόσμου και στην απόρριψη κάθε μεταφυσικής. Στον Ουναμούνο (1993) το νόημα της ζωής συνίσταται στην κατανόηση της αντιφατικότητας του ανθρώπου, μιας αντιφατικότητας που ενοποιεί τη ζωή του και αιτιολογεί το λόγο ύπαρξής του.

Από την άλλη πλευρά, ο Τσέχωφ οραματίζεται το νόημα της ζωής στην αναζήτηση της ανθρωπιάς και της κατανόησης της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Ο Μπέκετ τονίζει γλαφυρότατα στα θεατρικά του έργα την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή και την τραγελαφική και μάταιη προσπάθεια του ανθρώπου να το προσεγγίσει. Είναι ενδιαφέρουσα επίσης η διάσταση που λαμβάνει αυτή η αναζήτηση σε τέχνες, όπως ο κινηματογράφος. Η προσπάθεια προσέγγισης του νοήματος της ζωής στην αναζήτηση του Θεού είναι χαρακτηριστική στον Ντράγιερ και τον Ταρκόφσκι, ενώ αυτή η αναζήτηση αναστέλλεται από την ίδια τη σιωπή του Θεού στον Μπέργκμαν.

Από το χώρο της ψυχολογίας, αξίζει να αναφέρουμε τον Frankl (1978), ο οποίος είπε ότι η έλλειψη νοήματος είναι η πρωταρχική νεύρωση της εποχής μας. Σε εμπειρικές μελέτες, η υποκειμενική εμπειρία της έλλειψης νοήματος έχει συσχετιστεί με την κατάθλιψη (Beck, 1967. Seligman, 1990), την κατάχρηση ουσιών και την αυτοκτονία (Harlow και συν., 1986), καθώς και με άλλα συμπτώματα ψυχοπαθολογίας (Yalom, 1980). O Yalom (1980) υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η άποψη ότι η ζωή δεν είναι πλήρης δίχως την εκπλήρωση στόχων δεν αποτελεί τόσο ένα τραγικό υπαρξιακό γεγονός της ζωής, όσο ένα Δυτικό μύθο, ένα πολιτισμικό «κατασκεύασμα» (artefact) και συνεχίζει λέγοντας ότι ο Ανατολικός κόσμος ποτέ δεν υποθέτει ότι υπάρχει «νόημα» στη ζωή, ή ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα που πρέπει να βρει τη λύση του. Αντιθέτως, η ζωή είναι ένα μυστήριο που πρέπει κάποιος να ζήσει. Η ζωή είναι ένα ταξίδι, ποιος νοιάζεται για τον προορισμό; Παρ’ όλ’ αυτά, ο Yalom (1980) υποστηρίζει ότι το πρόβλημα του νοήματος ξεκινά από ένα βαθύ και ουσιαστικό δίλημμα. Από τη μια ο άνθρωπος χρειάζεται νόημα στη ζωή του, διότι η έλλειψη νοήματος δημιουργεί δυσφορία, ενώ, από την άλλη, η υπαρξιακή έννοια της ελευθερίας προϋποθέτει ότι το μόνο απόλυτο είναι ότι δεν υπάρχουν απόλυτα.

Ο κάθε άνθρωπος προσδιορίζει με εντελώς διαφορετικές συντεταγμένες το νόημα της ζωής του, το νόημα της ζωής για τον καθένα είναι ξεχωριστό και μοναδικό. Σε θεωρητικό επίπεδο, ο  Yalom (1980) διέκρινε δύο είδη νοήματος: το κοσμικό και το γήινο. Το κοσμικό νόημα αναφέρεται στο νόημα που υπερβαίνει το άτομο και συνήθως αντιμετωπίζεται ως εμπνευσμένο από το θείο, ενώ το γήινο αναφέρεται σε αυτό που καθορίζεται από κάθε άτομο ως σημαντικό για τη ζωή του προσωπικά. Το κοσμικό νόημα είναι η απόπειρα του ανθρώπου να απαντήσει στο φιλοσοφικό ερώτημα: «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;» και γι’ αυτό τείνει να έχει σχέση με το εάν η ζωή γενικά, ή τουλάχιστον η ανθρώπινη ζωή, ταιριάζει σε κάποιο γενικό συνεκτικό πρότυπο. Το γήινο νόημα επιζητεί μία απάντηση στο ερώτημα: «Ποιο είναι το νόημα της δικής μου ζωής;» και γι’ αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τη βίωση της ζωής ως κάποιου πράγματος με σκοπό ή κάποια λειτουργία που πρέπει να εκπληρωθεί. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι τέσσερα θέματα ή «απώτερες ανησυχίες» απασχολούν κάθε άνθρωπο: ο θάνατος, η ελευθερία, η απομόνωση και η έλλειψη νοήματος. Ως προς την έλλειψη νοήματος, έκανε επίσης μία διάκριση μεταξύ νοήματος και σκοπού, λέγοντας ότι το νόημα αναφέρεται στην αίσθηση ή τη συνοχή, ενώ ο σκοπός αναφέρεται στη λειτουργία. Ο Frankl (1978) είχε κάνει έναν αντίστοιχο διαχωρισμό με τον Yalom, ανάμεσα στο «απώτερο νόημα» και το «νόημα της στιγμής». 

 Στο βιβλίο του «Η Μάνα και το Νόημα της Ζωής»[1] ο Yalom λέει: «. για να αποφύγουμε το μηδενισμό, πρέπει να επιδοθούμε σ’ έναν διπλό στόχο. Πρώτα πρέπει να επινοήσουμε ή ν’ ανακαλύψουμε ένα σχέδιο νοήματος αρκετά στιβαρό για να στηρίξει μια ζωή. Έπειτα πρέπει να κατορθώσουμε να ξεχάσουμε το γεγονός ότι είναι δική μας επινόηση, και να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν το εφεύραμε αλλά το ανακαλύψαμε – ότι έχει μια ανεξάρτητη ύπαρξη στο σύμπαν».   

Οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου αναζητούν το νόημα της ζωής, ή το νόημα της δικής τους ζωής. Συχνά το νόημα της ζωής βρίσκεται στην επίτευξη στόχων και στην προσωπική τους εξέλιξη, που οδηγεί στην αυτοπραγμάτωση. Άλλοτε «συμφιλιώνονται» με απλούστερα πράγματα που συνιστούν την καθημερινότητά τους. Στην περίπτωση αυτή η ανακάλυψη νοήματος γίνεται μια ατέλειωτη ιστορία με πολλές σελίδες: κάθε σελίδα και μια ξεχωριστή μέρα με αρχή, μέση και τέλος, που συνιστούν ξεχωριστά, αυτοτελή επεισόδια. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν κι αδράχνουν τη στιγμή, που μπορούν να ζουν πραγματικά δίχως να υπνοβατούν. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θεωρούν ότι το νόημα της ζωής τους είναι το παιδί τους και η ανατροφή του. Συνειδητά ή ασύνειδα, ωστόσο, προβάλλουν στο παιδί τις δικές τους ανεκπλήρωτες ανάγκες, τους δικούς τους στόχους, τις δικές τους προσδοκίες, επιβαρύνοντας το παιδί με ένα δυσβάσταχτο φορτίο που δεν του ανήκει. Με τον τρόπο αυτό ζουν σε μια φενάκη που καθηλώνει τόσο την ανάπτυξη των ίδιων, όσο και των παιδιών τους.

Κάθε γονιός έχει ανάγκη να ανακαλύψει και να προωθήσει το δικό του ξεχωριστό νόημα ζωής και στη συνέχεια να βοηθήσει το παιδί / τα παιδιά του να βρει / να βρουν το δικό του / τους ξεχωριστό νόημα. Τα παιδιά δεν είναι προέκταση των γονιών. Αποτελούν ξεχωριστές, μοναδικές, αυθύπαρκτες οντότητες, που καλούνται να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα στο διάβα της ζωής. Κάθε γονιός χρειάζεται να το συνειδητοποιήσει αυτό και να προσπαθήσει να το αναδείξει με κάθε τρόπο.

Η σχέση με τα ΜΜΕ, τόσο των γονιών όσο και των παιδιών, έρχεται συνήθως να τους εκτρέψει από μια τέτοια πορεία αναζήτησης νοήματος δημιουργώντας θλιβερά υποκατάστατα που θολώνουν την εικόνα για τον εαυτό και προκαλούν νοητική και συναισθηματική ύπνωση. Η συχνή «συναναστροφή» με τα ΜΜΕ δημιουργεί παραμορφωτικά κάτοπτρα, όσον αφορά στην πραγματικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων. Τα ΜΜΕ αφήνονται να εισβάλουν στη ζωή μας και να την αλώσουν. Χρειάζονται πραγματικά στιβαρές προσωπικότητες για να μπορέσουν να κρίνουν, να επιλέξουν, να απορρίψουν, να διαφοροποιηθούν από το κυρίαρχο ρεύμα που αυτά «επιβάλλουν».

 Στα αντισώματα που μπορούν να δράσουν καταλυτικά και ευεργετικά, θα θέλαμε να προσθέσουμε τη συμβολή της Τέχνης. Σύμφωνα με τον Jarrell (1996, σ. 72):

Η τέχνη έχει σημασία, όχι απλώς επειδή είναι το πιο θαυμαστό στολίδι και σχεδόν η πιο ανεξάντλητη ενασχόληση της ζωής μας, αλλά επειδή είναι η ίδια η ζωή. Από τα χρόνια του Χριστού μέχρι την εποχή του Φρόϋντ έχουμε πιστέψει ότι, αν γνωρίσουμε την αλήθεια, θα απελευθερωθούμε. Η τέχνη είναι αναγκαία, επειδή μεγάλο μέρος αυτής της αλήθειας μας κοινωνείται μέσα από τα έργα τέχνης και μόνο μέσα απ’ αυτά.    

 

Ενώ ο Εγγονόπουλος (1987, σ. 38) λέει:

 

Πιστεύω πως ο άνθρωπος, κι’ ο πιο πολυάσχολος, ακόμη κι’ ο πιο δοσμένος σε κάτι, έχει στιγμές αφόρητης μοναξιάς. Ε, λοιπόν, σκοπός του έργου τέχνης είναι, ακριβώς, η κατάργηση αυτής της μοναξιάς. Γιατί το πραγματικό έργο τέχνης πρέπει να περιέχη, και περιέχει, μιαν αληθινή ανθρώπινη παρουσία, ζωντανή, δυνατή, αναντίρρητη, συγκεκινημένη, συνεχώς εν εγρηγόρσει. Σκοπός του έργου τέχνης δεν είναι, απλά, να μας διασκεδάση. Πρέπει να μας παρηγορή. Απαραίτητη η παρουσία η ακοίμητη του δημιουργού, κι’ αυτήν πρέπει να ζητά, μ’ αυτήν πρέπει να προσπαθήση να έρθη σ’ επικοινωνία ο θεατής, ο ακροατής.  

 

Όλες οι μορφές τέχνης μας βοηθούν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Να καταλάβουμε τον εαυτό μας, αλλά και το συνάνθρωπο. Να οραματιστούμε ένα αύριο καλύτερο, πιο ουσιαστικό. Να «ανοίξουμε την καρδιά» στην ομορφιά και να πιστέψουμε βαθιά σε αυτό που θα’ ρθει. Να ανακαλύψουμε χίμαιρες που δυναμώνουν την ψυχή. Να αγαπήσουμε, να πιστέψουμε, να ονειρευτούμε.

 

Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς (σ. 159-165)Αθήνα: Καστανιώτης.

 

Βασιλική Παππά, MSc, PhD,

Συμβουλευτική ψυχολόγος,

Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων.

www.sxolesgonewn.gr

www.emotionalintelligence.gr

Αφήστε μια απάντηση